Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ





«Καί τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως».

Τό βασικό χαρακτηριστικό της σχιζοφρενίας εἶναι ἡ ἔλλειψις ἐπαφῆς μέ τήν πραγματικότητα. Καί, δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι , ἀπό τόν πρῶτο μέχρι καί τόν τελευταῖο δέν κάνουμε ὑπακοή στό Νόμο τοῦ Θεοῦ, κάνουμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας, πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός. Χάνουμε, μέ τή θέλησί μας,  τήν ἐπαφή μας, μέ τήν πραγματικότητα, καί ζοῦμε στό δικό μας κόσμο. Ἔχουμε ἀσυνάρτητη  σκέψι, εἴμαστε ἀστόχαστοι, ἀπρόσεκτοι, ἔχουμε παράλογους τρόπους συλλογισμοῦ, ἀνακριβῆ ἤ διαστρεβλωμένη ἀντίληψι τοῦ περιβάλλοντος, τίς περισσότερες φορές δέν ἐλέγχουμε τήν πράγματι προβληματική μας συμπεριφορά, μᾶς κυριεύει ὁ ἐγωϊσμός, ἡ ἔπαρσις, φωρᾶμε τό προσωπεῖο τοῦ ἁγίου, καί, μέ ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας, περιφρονοῦμε τούς συνανθρώπους μας, κάτω ἀπό ἕνα ἀλόγιστο παραλήρημα μεγαλειότητος, ἐξουθενοῦμε τούς συνανθρώπους μας καί, χωρίς ἀγάπη στήν «πρᾶξι», προσβάλλουμε τή μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καί τή μακροθυμία Του.





Μέ αὐτή τήν συμπεριφορά, μετουσιώνουμε τόν παράδεισο, πού μᾶς χάρισεν ὁ Θεός, σέ χοιροστάσι. Μέ τήν κακή μας θέλησι, βγαίνουμε ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, Χάνουμε τή ζεστασιά τῆς Πατρικῆς Ἑστίας, χάνουμε  «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», καί προσπαθοῦμε νά χορτάσουμε τήν πεῖνα μας μέ τά  «ξυλοκέρατα» τῆς ἀποστασίας, «μέ  τά κεράτια ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι». Ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν Πηγή τοῦ ζῶντος Ὕδατος καί προσπαθοῦμε νά ξεδιψάσουμε τή δίψα μας στά «λασπονέρια»τῆς ἀπιστίας.

                    Ὁ Χριστός ἔρχεται κοντά μας καί ἀναζητεῖ καί σώζει τό ἀπολωλός



«Ο Θεός, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, προγνωρίζοντας «τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», ὡς Ἐλεήμων καί Φιλάνθρωπος, καί θέλων «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμόθ. β΄4), «τόν υἱόν  αὐτοῦ τόν  Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εις αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ΄ ἔχει ζωήν αἰώνιον»(Ἰωάν. γ΄ 16). Δηλαδή, μπορεῖ, ἄν θέλῃ ὁ ἄνθρωπος, νά ἐπανακτήσῃ τόν παράδεισο, μπορεῖ νά ἐπανεισαχθῇ εἰς τόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς. Ἄν θέλῃ, μπορεῖ καί πάλιν νά ἀπολαμβάνῃ τήν ἀδιατάρακτον διά θεάς ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, «διά τῆς Πίστεως, τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης» (Γαλάτ.ε΄6 ). Ἡ ἀγάπη καί ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη. Χρειάζεται μόνον ἡ δική μας συγκατάθεσις. Στό χέρι μας εἶναι ἡ σωτηρία μας. ’Αρκεῖ, δηλαδή, νά μετανοήσουμε καί νά πιστέψουμε στόν Σωτῆρα Κύριον, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Νά ἀπεκδυθοῦμε τόν «παλαιόν ἄνθρωπον» καί «νά ἐνδυθοῦμε τόν καινόν, τόν νέον ἄνθρωπον», τόν Χριστόν (Ἐφεσ. δ΄ 22-24) καί νά κάνουμε εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά κάνουμε «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του, γιά νά  κάνουμε τήν ψυχή καί τή ζωή μας Παράδεισο.

Εἶναι γνωστόν σέ ὅλους «τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως».  Εἶναι γνωστόν ὅτι  «τό ἁμαρτάνειν ἀνθρώπινον, τό ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ σατανικόν καί τό ἐξομολογεῖσθαι θεῖον», καί ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεόλόγος, «Οὐ φοβερόν τό πεσεῖν, ἀλλά τό κεῖσθαι». Τό φοβερόν εἶναι ἡ ἀμετανοησία. Καί τό πιό φοβερό, λέγει ὁ Χρυσόστομος, εἶναι «τό καυχᾶσθαι ἐπί τοῖς ἀτοπήμασι».


Εἷναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «συνίστησι τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8), καί νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα. Νά ἔλθῃ ὁ καθένας μας «εἰς ἑαυτόν», νά ἀπανακτήσουμε τήν ἐπαφήν μας τήν πραγματικότητα, νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρικήν Ἑστίαν καί νά γευθοῦμε «τόν μόσχον τόν σιτευτόν» καί νά ἀπολαμβάνουμε τά «ἀγαθά, ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν», «από καταβολῆς κόσμου».



Εἷναι καιρός, μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας, μπροστά τόν Πανάγιον Θεόν, νά ζητήσουμε τό Ἔλεός Του, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε,  «ἀλλ’ ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Του».



Κύριέ μου, Σύ εἶσαι ὁ Ἱησοῦς, ὁ Σωτήρας μου,
Σύ εἶσαι, Ἐλεήμων,  ὁ Πλαστουργός μου,
Θεέ μου, Σύ πού Σταυρώθηκε γιά μένα τόν ἁμαρτωλόν,
λυπήσου με καί ἐλέησόν με. Δέξου με, τόν δοῦλο σου, μετανοοῦντα, ὁ Θεός καί ἐλέησόν με.
Φώτισε τά σκοτάδια μου, λάμπρυνε τήν ψυχή μου. «Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα».
«Στήριξον, συνέτισόν τήν καρδίαν μου, Δέσποτα».
Δός μου τή Χάρι Σου, Κύριε, δός μου τή δύναμι,
στερέωσε τόν ἀνάξιο δοῦλο σου, ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου, βοήθησε νά λάμψη στήν ἄθλια ψυχή μου
ὁ φωτισμός τοῦ Εὐαγγελίου Σου, ὥστε τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μου νά κηρύττω τή δόξα Σου, Ἐλεῆμον, καί νά Σέ ὑμνῶ αἰώνια, σύν τῷ Πατρί καί τό Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἀμήν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου