Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

ΕΚ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΝΙΟΥ ΕΚΠΟΡΕΥΕΤΑΙ

Ποταμός ὕδατος ζωῆς, οἱ δωρεές
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


ποταμός ὕδατος ζωῆς ἐκπορεύεται ἀπό τό Θρόνο τοῦ Θεοῦ Πατρός καί τοῦ Ἀρνίου καί εἶναι σύμβολον ὅλων τῶν δωρεῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.








Ὅποιος προσέρχεται νά ξαποστάσῃ κι’ ἀνάπαυσι ψυχῆς νά βρῇ, ἄν ἔχῃ καθαρή καρδιά, σίγουρα λαμβάνει ὕδωρ ζωῆς δωρεάν, γεύεται τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, δέν ξαναδιψᾶ καί εἶναι μακάριος. Τό ὕδωρ τό ζῶν γίνεται μέσα του πηγή ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον (Ἱωάν. δ΄ 14).  Ἄν κανείς προσεγγίσῃ, μέ πονηρόν τόν ὀφθαλμόν τῆς ψυχῆς, μέ θολωμένο τόν νοῦν, μέ ἀκάθαρτη καρδιά, καί ψάχνει νά βρῇ λάσπη  στόν ποταμόν ὕδατος ζωῆς καί παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων, μάταια ψάχνει, λάσπη δέν θά βρῇ. Μόνο διαυγῆ, κρυστάλλινα, «νερά καθάρια καί γλυκά, νερά χαριτωμένα» (Διον. Σολωμός), ἀσφαλῶς θά βρῇ «παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων».





Ἡ Χάρις τοῦ παντάνακτος Θεοῦ μᾶς καλεῖ καί μᾶς προσφέρει δωρεάν τό ὕδωρ τῆς ζωῆς. Μᾶς καλεῖ νά ἐξέλθωμε ἀπό τήν Βαβυλῶνα: «Ἔξελθε ἐξ αὐτῆς ὁ λαός μου» (Ἀποκ. ιη΄ 4), διακόψτε κάθε σχέσι καί κοινωνία μέ αὐτούς.


Βγές, ψυχή μου, γρήγορα, μεσ’ ἀπό τή σαπίλα.
Καθάρισε τήν καρδιά σου ἀπό τή λάσπη.
Παρακάθισε, νοερά, ὡς ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ
Λαζάρου, παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, ἄκουε,
ψέλλιζε, μελέτα, ἀδιάκοπα, μέρα καί νύχτα, τόν
πανάγιο λόγο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ μόνη καθαρή
τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς, ἴαμα, θεραπεία.





Παρακάθισε «παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων».
Σίγουρα ἐδῶ θά βρῆς τόν «ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτον».
Τόν ἄρτον τῆς ζωῆς τόν ἀληθινόν, τόν ἄρτον
τοῦ Θεοῦ, πού διαφέρει ἀπό τό καθημερινό ψωμί.
«Ὁ γάρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ
Οὐρανοῦ καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ» (Ἰωάν. στ΄ 33).
Καιρός εἶναι νά ἀφήσουμε τίς ψεύτικες τοῦ κόσμου
τές ἀγάπες καί νά ἀκούσουμε τή γλυκειά φωνήν τοῦ
παναγίου Πνεύματος, πού μᾶς καλεῖ νά ἐξέλθουμε
ἀπό  τή Βαβυλῶνα. Νά διακόψουμε κάθε σχέσι καί
κοινωνία μέ τούς ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλούς καί τούς
χλευαστές καί νά καταλάβουμε καλά ὅτι μακάριος
ἀνήρ, πανευτυχής ἄνθρωπος εἶναι μόνον ἐκεῖνος,
πού μελετᾶ μέρα καί νύχτα τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί
τόν κάνει πρᾶξι. Αὐτός, ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. α΄)
ὁμοιάζει μέ τό δένδρο, πού εἶναι φυτεμένο παρά
τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ἔχει ριζώσει στίς ὄχθες
τοῦ ποταμοῦ ὕδατος ζωῆς,  εἶναι ἀειθαλές καί
ἀποδίδει τούς καρπούς του στόν κατάλληλο καιρό.
Ἀποδίδει εὔχυμους τούς καρπούς τοῦ παναγίου
Πνεύματος, οἱ ὁποῖοι εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη,
μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις,
πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλάτ. ε΄ 22-23). Μακάριος,
πανευτυχής, ὁ  ἄνθρωπος, παρά τούς πόδας τοῦ
Ἰησοῦ, ἐκπέμπει Χάρι, θεϊκή εὐωδία, ἀκτινοβολεῖ
ἐνέργεια τοῦ παναγίου καί ζωοποιοῦ Πνεύματος.
Ὁλόκληρη  ἡ ζωή καί τά ἔργα κατευοδοῦνται,
διότι εὐλογοῦνται ἀπό τό Θεό. Μιλοῦν μαζί Του.
Ὁ Κύριος μακαρίζει  ἐκείνους πού ἀκοῦνε τό λόγο
τ οῦ Θεοῦ καί τόν κάνουν πρᾶξι (Λουκ. ια΄ 28).
Ὁ Προφήτης Δαβίδ τονίζει, πώς δέν συμβαίνει
τό ἴδιο καί μέ τούς ἀνθρώπους,  τούς ἀσεβεῖς:
«Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ἤ ὡσεί
χνοῦς, ὅν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπό προσώπου τῆς
γῆς, διά τοῦτο οὐ στήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει,
οὐδέ ἁμαρτωλοί ἐν βουλῇ δικαίων» (Ψαλμ. α΄4-5)
Τότε οἱ δίκαιοι, ὅσοι μελετοῦν καί κάνουν πρᾶξι
στή ζωή τους τό λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἐκλάμψουσι ὡς
ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιγ΄ 43). Κι’ αὐτό θά συμβῇ διότι:
«Γινώσκει Κύριος  ὁδόν δικαίων καί ὁδός ἀσεβῶν
ἀπολεῖται» (Ψαλμ. α΄ 6), κατά λόγον Δικαιοσύνης.







Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

ΑΛΛΟΣ Ο ΓΟΝΟΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ Ο ΦΑΙΝΟΤΥΠΟΣ

Ἄλλο τό «φαίνεσθαι» καί ἄλλο τό «εἶναι»



Σ’ αὐτήν τήν ἄθλια «παροικία», πού ζοῦμε
κυρίαρχο στοιχεῖο τό σκοτάδι.
Θεά ἡ Παραφροσύνη, βασίλισσα ἡ Ψευτιά.
Μακριά ἀπό τήν πηγή τῆς Σωφροσύνης
ὀδυνᾶται ὁ Ἀποστάτης «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί
ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ», ἡμιθανής, κατάκοιτος,
«ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου».
Καί ὅλοι μαζί, οἱ μακράν τῆς Πηγῆς,
δυστυχῶς, ἀφανίζουν τό ἀληθινό τους
πρόσωπο καί φοροῦν προσωπεῖα.
Δέν συγκροτοῦν κοινωνία προσώπων,
 ἀλλά ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη
στῶν Γαδαρηνῶν τή Χώρα.
Πονηρός ὁ ὀφθαλμός, ἀκάθαρτος ὁ νοῦς
κατεργάζεται τά ἔργα τοῦ σκότους.
Κι’ ἡ ἀγέλη βυθισμένη στό σκοτάδι
δέν βρίσκει ἀναπαμό.
Ἀνοίγεις τήν καρδιά σου...
Νομίζεις, πώς ὑποδέχεσαι ἀνθρώπους
 προβατάκια τοῦ Θεοῦ, καί σέ λίγο
 διαπιστώνεις τό τραγικό σου λάθος.
Δέν εἶναι πρόβατα, ἀλλά λύκοι, πού
ἔρχονται ἐν ἐνδύμασι προβάτων,
ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες (Ματθ. ζ΄ 15).
«λύκοι βαρεῖς, μή φειδόμενοι  τοῦ
ποιμνίου» (Πραξ. κ΄ 29).  Ξέρουν καλά νά
κρύβουν τό ἀληθινό τους πρόσωπο.
Ἄλλα σκέπτονται, ἄλλα λένε, ἄλλα
θέλουν καί ἄλλα κάνουν, μέ μοναδικό
σκοπό τους νά ἐξαπατοῦν,
 τούς ἀφελεῖς, μέ ὡραῖα λόγια...
Ἐνθουσιασμός, μετάνοιες,
Χειροφιλήματα πολλά...
«δάκρυα κροκοδείλια»...
 Ψευτιά κι’ Ὑποκρισία.
Δύσκολα, πολύ δύσκολα
 μπορεῖ κανείς νά ξεχωρίσῃ
«τήν ἐσχηματισμένη εὐσέβεια»,
τήν ψεύτικη, ἀπό τήν ἀληθινή.
Ἄφθαστη εἶν’ ἡ τεχνική τῆς
Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας.
Κι’ ὅταν διαπιστώνουμε
τήν πικρή ἀλήθεια...
ἤδη ἔχουμε  γευθεῖ τό ποτήριον
τοῦτο, τό δηλητήριο τῆς Ὀχιᾶς.
Τόν κόσμο, δυστυχῶς, πού ὅλος
ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται, τόν κυβερνοῦν,
χωρίς ντροπή, οἱ γιοί τῆς Ἀφροσύνης.
Καί, δυστυχῶς, συχνά, πολύ συχνά
ἀνταμώνουμε στό δρόμο μας
«γεννήματα ἐχιδνῶν», τούς δαίμονες
 καί τούς δαιμονανθρώπους,
τό Σατανᾶ, πού μετασχηματίζεται
εἰς ἄγγελον φωτός, ἀλλά καί ὅσους
τόν ὑπηρετοῦν, πού, ἀνενδιάστως
φοροῦν τό προσωπεῖον τοῦ Ἁγίου
καί παρουσιάζονται ὡς διάκονοι
τῆς δικαιοσύνης...( πρβλ. Β΄ Κορινθ. ια΄ 14-15).
Δεξιοτέχνες στήν ἐξαπάτησι.
Καί εἶναι θρασεῖς κι’ ἀδίστακτοι,
στυγνοί ἐγκληματίες, πού
προδίδουν τήν Πίστι στό Χριστό,
ἀρνοῦνται τήν Πατρίδα. Ἀδίστακτα
 ποδοπατοῦν τά ὅσια καί τά ἱερά
καί ξεπουλοῦν ἀκόμη καί...
τή μάνα τους τήν ἴδια.
Ἐπιεικής περιγραφή τοῦ κόσμου,
τῆς δολιότητος καί τῆς ὑποκρισίας,
τοῦ Φαρισαϊσμοῦ καί τῆς ἀμετανοησίας.
«Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν
ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τοῦ
ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιών ἤ ἐκζητῶν
τόν Θεόν»( Ψαλμ. ιγ΄ 2) καί διαπιστώνει
 ὅτι ὁ κατ’ εἰκόνα αὐτοῦ πλασθείς
δέν κάνει καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς
ἐλευθερίας, ἀλλά κατάχρησι.
Διαπιστώνει ὅτι «Πᾶντες ἐξέκλιναν,
ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν
χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός»(Ψ.ιγ΄3).
Ἀρνοῦνται τόν ἀληθινόν Θεόν καί
Λατρεύουν τό Βόρβορο.
Ὑπάρχει ἄραγε ἐλπίδα σωτηρίας;...
Τώρα θά σᾶς ἐξομολογηθῶ
τίς πολύχρονες προσωπικές μου
ἐμπειρίες. Πολλές φορές ἄνοιξα
διάπλατη τήν καρδιά μου σέ πολλούς,
πιστεύοντας πώς θέλουν «βαλεῖν
ἀρχήν». Καί ἔπεσα ἀπό τά σύννεφα.
Ὅταν δίνεις τήν καρδιά σου, πιστεύεις,
πώς θά σεβασθοῦν τήν ἁγνότητα καί
τήν καθαρότητα τῆς ἀγάπης σου καί
πολλές φορές γεύθηκα τήν πικρία τῆς
ἀδιακρισίας καί τῆς ἀχαριστίας, καί
σκέφθηκα: Ν’ ἀρχίσω πάλι ἀπ’ τήν ἀρχή;
Γιά ποιόν; Γιατί;
Κάθε τραγική τῆς συναντήσεως
εἶναι καί μιά μεγάλη ἀπογοήτευσις.
Δέν ὑπάρχει, λοιπόν, οὔτε ἕνας
καθαρός ἀπό ρύπου στή γῆ;
Καί παρεκάλεσα τό Θεό,
«νἀνοίξῃ τούς καταρράκτες τοὐρανοῦ,
γιά νά ξεπλύνῃ τίς ντροπές» καί πῆρα
τήν ἀπόφασι νά παραιτηθῶ. Καί τότε...
ἄκουσα «ἐκ τοῦ θρόνου νά ἐκπορεύωνται
ἀστραπαί καί φωναί καί βρονταί (Ἀποκ. δ΄5)
Καί  ἀμέσως  μετά ἄκουσα
«φωνή αὔρας λεπτῆς» (Γ΄ Βασιλ. 19, 12), τό
Μήνυμα τῆς Μακροθυμίας:



«Ξέχασες, πάτερ Στέφανε, τό Γολγοθᾶ;
Γιά ποιούς ἐγώ σταυρώθηκα;
Συνέχισε τό ἔργο σου μέ θυσιαστική 
καί ἀνυπόκριτη, ἁγνή, ἀγάπη καί μή
λιγοψυχῇς.
Μήν ξεχνᾶς, πώς στά ἐσώτατα βάθη
τῆς ψυχῆς του καθ’ ἀνθρώπου, κρύβεται
τό ἱερόν, τό θεῖον ἐμφύσημα, «τό ἔμφυτον», λαχτάρα γιά τό Θεό, πού ἀναζητεῖ τήν ἐπαναφορά του, κι’ ἐσύ
παραιτεῖσαι; Τί θά ἀπολογηθῇς τή
μεγάλη Μέρα τῆς Κρίσεως;
Ὁ Φιλάνθρωπος μακροθυμεῖ καί περιμένει,
Καί σύ λιγοψυχῇς;
Ἀνέβα τό δικό σου Γολγοθᾶ ἀτενίζοντας,
 μέ Πίστι τόν Ἐσταυρωμένο καί τότε...
Τότε θά καταλάβῃς τό Χρέος καί τήν
τιμήν, πού περιμένει κάθε τίμιο ἐργάτη
τοῦ Εὐαγγελίου».
Καί τότε μετά φόβου Θεοῦ ἀνεφώνησα:
Δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ, Λόγε,
συγκαταβάσει Σου!
 Ἁμάρτησα, Κύριε. Συγχώρεσέ με,
Θεέ μου. Συγχώρησε τό δοῦλο Σου.
 Ζητῶ τό Ἔλεός Σου.
Μή με ξεσυνερισθῇς.
Δώσε μου τή Χάρι Σου νά συνεχίσω
νά κηρύττω τό λόγο Σου καί τά
Θαυμάσιά Σου καί, ἀκατάπαυστα,
νά Σέ ὑμνῶ, αἰώνια, μετά πάντων
τὼν ἁγίων. Ἀμήν.









Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

BLOCKIEREN



Προπορεύεται ὁ Χριστός


Ἀδελφέ (ἀδελφή) συνοδοιπόρε
ἄκουσε μέ προσοχή, ἀφουγκράσου
τῆς ἀλήθειας τή φωνή,
πού ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν,
ἔρχεται νά ἀφυπνήσῃ τούς ἐν σκότει
καθεύδοντας καί ὑπνοῦντας
τόν νήδυμον, τόν γλυκύ ὕπνο
τῆς ἀμαρτίας. Ἄκουσε καί
πρόσεχε στόν ἑαυτό σου καί,
πρίν νά εἶν' ἀργά, «γίνου γρηγορών».

Μιά ψυχή μπερδεμένη, - ἄβυσσος
εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου-
ἕνα θολωμένο μυαλό, πολλούς
διατρέχει κινδύνους καί συμφορές
σ' αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια «παροικία».

Καί, ἄν ἔγκαιρα δέν ξυπνήσῃ ἀπό τή
νάρκη καί δέν προλάβῃ νά διαλύσῃ
τά σκοτάδια τῶν παρανοήσεων καί
τοῦ κόσμου τούτου τή φαυλότητα
καί τήν ἀλαζονία, εὔκολα μπορεῖ
νά βυθισθῇ σέ  ἄβυσσο Ὀδύνης
καί ἀπελπισίας.
Ἄκουσε τῆς Ἀλήθειας τή φωνή
καί « γίνου γρηγορών». Εἶναι ἡ
φωνή Ἐκείνου, πού προπορεύεται,
συνοδεύει καί μᾶς ἀκολουθεῖ στήν
ἀνοδική Πορεία μας ἀπό γῆς πρός
Οὐρανόν καί εἶναι κοντά μας.
Μᾶς ζητάει νά τοῦ ἀνοίξουμε
τήν καρδιά μας, νά του δώσουμε
τήν ἄδεια μας, γιά νά διώξη τά δεινά
καί τά μπερδέματα. Εἶναι κοντά μας.



Μᾶς ἐνισχύει στόν ἀγῶνα μας,
 καί μᾶς προειδοποιεῖ (Ἀποκ.γ΄2-3):
«Ἐάν οὖν μή γρηγορήσῃς,
ἥξω ἐπί σέ ὡς κλέπτης».
Ἐάν ὅμως ἀκούσουμε τήν πιό γλυκειά
κι' ἀπό τό μέλι φωνή Του, καί νικῶμεν
τούς παντοειδεῖς ἐχθρούς, τούς δαίμονες
καί τούς δαιμονανθρώπους, τότε μᾶς
ὑπόσχεται καί λέγει τί  προσφέρει
σέ κάθε ἀγωνιζόμενο, σέ κάθε νικητή:
«Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἐκ
τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὅ ἐστιν ἐν τῷ
παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ μου»(Ἁποκ.  β΄ 7).


Ο ΛΥΧΝΟΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΕΣΤΙΝ Ο ΟΦΘΑΛΜΟΣ 2ον

Ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς, ὁ Νοῦς καί τό χάρισμα
τῆς διακρίσεως

Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι  τό φῶς, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στόν κόσμο. Αὐτός μᾶς διδάσκει νἄμαστε τό φῶς τοῦ κόσμου. Καί προστάσει: « Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν...».


Ὁ πανάγαθος Θεός ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπον «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ». Δηλαδή, μέ νοῦν, γιά νά διακρίνει τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί ἐλευθέραν βούλησιν, ἀφοῦ διά τοῦ νοός διακρίνει, νά μπορεῖ νά ἐκλέγει καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, δυστυχῶς, δέν διαφυλάσσει ὑγιῆ τόν ὀφθαλμόν τῆς ψυχῆς, τόν νοῦν καί συνεπῶς δέν κάνει καλή χρῆσι, ἀλλά κατάχρησι τοῦ δωρήματος αὐτοῦ. Δέν προσέχει καί ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς του εἶναι πονηρός καί ὁλόκληρη ἡ ζωή του βυθίζεται σέ βαθύ σκότος.


Ἀντίθετα ὁ καθαρός, ὁ ὑγιής νοῦς, σάν ὀφθαλμός, βλέπει καί ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό. Ἡγεμονεύει. Κάνει καλή χρῆσι τοῦ δωρήματος. Χαλιναγωγεῖ τά πάθη, ὥστε νά ὑπηρετοῦν τό Ἀγαθόν. Ὄχι ἁπλῶς νά μήν ἐκτρέπονται σέ ἀπρέπειες, ἀλλά, ἀντίθετα, ὁ φωτισμένος νοῦς, ὁ ὑγιής ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, κατευθύνει τά σωματικά πάθη εἰς τήν εὐπρέπειαν καί σέ θεάρεστα ἔργα.

«Λύχνος σώματος ὁ νοῦς, οὗ καθαρεύοντος ὡς ὀφθαλμός ὁδηγεῖται καί ἡνιοχεῖται τά σωματικά πάθη ἐπί τό εὐπρεπές καί Θεῷ ἀρέσκον» (Θεόδ. Ἡρακλείας, ἐν Matthaeus-Kommentare aus  der Griechischen Kirche, von Josef Reuss Berlin 1957, σελ. 69.   Ἀπόσπ. 46).

«Μέ τούς δυό αἰσθητούς ὀφθαλμούς φωτίζεται τό σῶμα, καί μέ τήν αἰσθητή καί νοερά διάκρισι λαμπρύνονται οἱ ὀφθαλμοί τῆς καρδίας» (Ἰωάν. Σιναῒτου Κλίμαξ, λογ. κστ΄ 70).

καθαρός νοῦς, « ἁπλοῦς ὀφθαλμός», ἔχει ἀνεπτυγμένο τό χάρισμα τῆς διακρίσεως καί συνεπῶς  ξεχωρίζει τά ἀγαθά ἀπό τά πονηρά. Ἀποστρέφεται τά πονηρά καί τά φαῦλα καί τά ἀποφεύγει. Δέν θέλει οὔτε νά τά δεῖ οὔτε νά τά ψηλαφήσῃ.

«Ὁ αἰσθητός ὀφθαλμός πάντα τά παρεμπίπτοντα ὁρᾷ, τά δέ πονηρά ἀποστρέφεται, μύων (κλείνοντας τά μάτια) τρόπον τινά τοῦ μή ἰδεῖν ἤ ψηλαφῆσαι αὐτά· τό γάρ φαῦλον σκότει πονηρίας σκοτίζεται καί φῶς νοητόν φωτί ἀληθείας φωτίζεται» (Josef Reuss, ἔνθ’ ἀνωτ. Σελ. 70 ἀπόσπ.47).

Ὁ ἴδιος Πατέρας, ὁ Θεόδωρος Ἡρακλείας, σημειώνει στό ἀπόσπ.47, ὅτι «ὁ αἰσθητός ὀφθαλμός τῶν ὁρατῶν ἀντιλαμβάνεται καί διακρίνει ἕκαστον, ποῖον μέν ἐστι τούτων λευκόν, ποῖον δέ μέλαν καί  ποῖον ἐν μέσῳ τούτων· ὁ δέ νοῦς τῶν νοουμένων ἐστίν ἀντιληπτικός τε καί διακριτικός καί τῶν ἀγαθῶν τε καί φαύλων καί τῶν ἐν μέσῳ τούτων γνωστικός. Ὅθεν τοῦ μέν ὀφθαλμοῦ τοῦ σώματος σκοτισθέντος ἔσται τό σῶμα ὅλον σκοτεινόν, τοῦ δέ νοός παθόντος οὐ μόνον ἡ ψυχή σκοτισθήσεται, ἀλλά συν αὐτῇ καί τό σῶμα».

Ὁ Ἅγιος Κασσιανός λέγει ἐπίσης ὅτι: «ὀφθαλμός τις τῆς ψυχῆς καί λύχνος, ἡ διάκρισις ὑπάρχει,... (Ματθ. στ΄ 22). Καί γάρ οὕτως ἔχει·  διότι πάσας τάς ἐνθυμίσεις καί τάς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἡ διάκρισις διερευνῶσα, διαστέλλει καί διαχωρίζει πᾶν φαῦλον καί ἀπαρέσκον Θεῷ πρᾶγμα καί μακράν ἀπ’ αὐτοῦ ποιεῖ τήν πλάνην» (Φιλοκλ. Α΄ 26). Καί ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας σημειώνει ὅτι:

«Ψυχῆς ὀφθαλμός ἄνω μέν ὁρῶν, ὠφελεῖται, κάτω δέ, βλάπτεται» (Ἑρμην. Εἰς Ψαλμ. ρκβ΄ 2, ΒΕΠΕΣ  22,361,38-39).

Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει ὅτι, ὅπως τό σῶμα, πού ἔχει ὁδηγό τόν ὑγιῆ ὀφθαλμό ὁδηγεῖ τό σῶμα στόν ἴσιο δρόμο, ὥστε νά ἀποφεύγῃ τίς λάσπες, τά ἀγκάθια, τούς γκρεμούς καί τό βόρβορο, ἔτσι καί ὁ νοῦς ὅταν εἶναι ὑγιής, ἁπλοῦς, καθαρός, φωτισμένος ἀπό τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖ τόν ὅλον ἄνθρωπον στόν ἴσιο δρόμο τοῦ Θεοῦ, στήν ἀρετή, μακριά ἀπό κάθε εἴδους κακοτοπιές, ἀπό κάθε εἴδους βόρβορο. Ὅπως τό σῶμα ἔχει τόν ὑγιῆ ὀφθαλμό, ἔτσι καί  «ἡ ψυχή φοροῦσα ὥσπερ χιτῶνα καλόν, τό ἔνδυμα τοῦ σώματος, ἔχουσα διακριτικόν μέλος εὐθῦνον ὅλην τήν ψυχήν μετά τοῦ σώματος, παρερχομένη διά τῶν ὑλῶν καί ἀκανθῶν τοῦ βίου καί βορβόρου καί πυρός καί κρημνῶν, τοὐτέστι ἐπιθυμιῶν, καί ἡδονῶν, καί τῶν λοιπῶν ἀτόπων τοῦ αἰῶνος τούτου, πάντοθεν ὀφείλει μετά νήψεως, καί ἀνδρείας, καί σπουδῆς, καί προσοχῆς συσφίγγειν καί φυλάσσειν ἑαυτήν, καί τόν χιτῶνα τοῦ σώματος, μή που περισχισθῇ ἐν ταῖς τοῦ κόσμου ὕλαις καί ἀκάνθαις μεριμνῶν καί ἀσχολιῶν καί περισπασμῶν γηῒνων, καί ὑπό τοῦ πυρός τῆς ἐπιθυμίας κατακαυθῇ· οἷον ἐνδεδυμένη τόν ὀφθαλμόν ἀποστρέφει τοῦ μή ἰδεῖν πονηρά,  τό οὖς ὁμοίως ἀποστρέφει τοῦ μή ἀκούειν καταλαλιάν, τήν γλῶσσαν τοῦ μή λαλεῖν μάταια, χεῖρας καί πόδας ἀπό ἐπιτηδευμάτων κακῶν...» (Ὁμιλ. Δ΄, β-γ ΒΕΠΕΣ  41, 158, 27-159,25). Σκοπός, πού ἀναφέρω γνῶμες τῶν Πατέρων τῆς ἐκκλησίας, εἶναι νά φέρω τόν ἀναγνώστην σέ ἐπαφή μέ τούς Ἁγίους καί νά καταδείξω πῶς ἐβίωσαν οἱ ἅγιοι τό λόγο τοῦ Θεοῦ, πρός μίμησιν. ἼἼσως δημιουργηθῆ ἡ ἐντύπωσις ἐπαναλήψεως, ἀλλά ἡ ὠφέλεια εἶναι μεγάλη, δεδομένου ὄντως ὅτι καταδεικνύεται διά τῆς ἐπαναλήψεως ἡ ὀρθότης, ἡ ἀκρίβεια τῆς ἑρμηνείας, διότι, δι’ ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους, ἐν τῇ unanimis consensus Patrum  (εἰς τήν ὁμοφωνίαν, τήν συμφωνίαν  τῶν Πατέρων) εὑρίσκεται ἡ ὀρθή ἑρμηνεία.
Ὁ Κύριος παρομοιάζει μέ λυχνάρι τόν ὀφθαλμόν τοῦ σώματος (ὁ λύχνος  ἐτυμολογεῖται ἀπό τό λύειν τό νύχος, δηλαδή διαλύω τό σκοτάδι). Ἐκτός ὅμως ἀπό τόν σωματικό, ἔχουμε καί πνευματικό ὀφθαλμό, τόν νοῦν, πού, ὅταν εἶναι ὑγιής, ἀθόλωτος, εἶναι δεκτικός γνώσεως, μελετᾶ καί μαθαίνει τό Νόμο τοῦ Θεοῦ καί  μᾶς προφυλάσσει ἀπό τίς κακοτοπιές. Μᾶς φωτίζει καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν πνευματική μας τελείωσι. Τότε, διά τοῦ θείου φωτισμοῦ, καθίσταται νοῦς θυρωρός καί νοῦς ἡγεμών.

Ὡς θυρωρός ἐπιτρέπει τήν εἴσοδο μόνον τῶν καλῶν. Δηλαδή, ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά βλέπῃ καί νά ἀκούῃ μόνον ὅσα εἶναι ἀγαθά, θεάρεστα, ὠφέλιμα, γιά τή σωτηρία καί τήν τελείωσι τῆς ψυχῆς μας καί ἀπαγορεύει τήν εἴσοδο στήν ψυχή μας τῶν κακῶν. Ἀποστρέφει τό βλέμμα καί τή σκέψι ἀπό τά πονηρά, δέν ἀκούει καί δέν βλέπει τίς κακογλωσσιές καί τίς συκοφαντίες. Ἀποτρέπει τήν ψυχή ἀπό τά βρωμερά καί βορβορώδη θεάματα καί ἀκούσματα.
Ὡς ἡγεμών, ὁ νοῦς  ἡνιοχεῖ, ὁδηγεῖ τόν ὅλον ἄνθρωπον στά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ. Ὁδηγεῖ τή σκέψι στά θεάρεστα, στρέφει τό βλέμμα πρός τά ἄνω, «οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολοσ. γ΄1).

Ἀνοίγει τά ὦτα εἰς τήν προσεκτική ἀκρόασι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Κινεῖ τή γλῶσσα καί τήν καθοδηγεῖ νά μή λαλῇ μάταια, ἀλλά νά ὑμνολογῇ τόν Κύριο, νά ψάλλῃ ὕμνους δοξολογίας στόν Εὐεργέτη, καί  τά χείλη νά δοξολογοῦν ἀκαταπαύστως τό ὑπέρ πᾶν Ὄνομα. Εἶναι ἡγεμών  ὁ νοῦς, ὅταν ἐκτείνῃ τά χέρια πρός ἐργασίαν τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὅταν κατευθύνῃ τά πόδια πρός τόν δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὠριγένης ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος «λύχνον μέν εἶπε τόν νοῦν· αὐτός γάρ ἐστι γνώσεως  δεκτικός· σῶμα δέ τό θυμικόν καί ἐπιθυμητικόν μέρος τῆς ψυχῆς·  ὅπερ τινές μέν, ἄλογον·  τινές δέ, παθητικόν μέρος καλοῦσιν» (Εἰς Παροιμ. ΙΑ΄ ΒΕΠΕΣ 16, 197, 5-7).
Ὁ ἴδιος λέγει: «Ζήτει πῶς νῦν σῶμα ὀνομάζει τήν ψυχήν, ἧς ὀφθαλμός ὁ νοῦς, πότερον τό λοιπόν παρά τόν νοῦν- εἴη δέ τό λοιπόν μετά τοῦ σώματος. Λέγει δέ ὅτι τό διορατικόν ἐν ὅλῳ ἀνθρώπῳ ὁ νοῦς ἐστιν καί Ἰουδαϊκῶς. Ἐπεί δέ ὁ νῦν καιρός τοῖς ἁγίοις νύξ, καί ἐν ἡμῖν νοητική φύσις τοσαύτη ὡς εἶναι λύχνος» (Εἰς Ματθ. ἀπόσπ. 125 ἐν ΒΕΠΕΣ 14,270,1-7).
Σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια «παροικία» εἶναι ἀνάγκη νά διαφυλάξουμε ὑγιῆ τόν ὀφθαλμόν τῆς ψυχῆς, ἀθόλωτον τό ἡγεμονικόν. Διότι μόνον μέ καθαρό μυαλό, μέ νοῦν θυρωρόν, μέ νοῦν ἡγεμόνα θά μπορέσουμε νά παλαίψουμε «κατά παθῶν ὀλεθρίων» καί κατά τῶν δαιμόνων καί τῶν δαιμονικῶν ἀνθρώπων καί νά φθάσουμε στήν κορυφή τῆς πνευματικῆς τελειώσεως.
Λέμε ὅτι ὁ ὑγιής τῆς ψυχῆς ὀφθαλμός  εἶναι φῶς καί  φωτίζει τά βήματά μας στό δρόμο τῆς ζωῆς. Τί σημαίνει αὐτός ὁ λόγος, ποιό εἶν’ αὐτό τό Φῶς;

Φῶς τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἡ ἀνυπόκριτος ἀγάπη.

ταν ὁ πιστός καταυγάζεται ἀπό τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, καί κάνει πρᾶξι στή ζωή του τίς πανάγιες Ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ ψυχή του φωτίζεται ἀπό τό ἀληθινόν φῶς, ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, πού εἶν’ Ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη στήν πρᾶξι ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τήν πηγή τοῦ Φωτός. Κι’ ὁ νοῦς του, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης, διαφυλάσσεται ἀθόλωτος. Δέν ἀφήνει νά ἐμφιλοχωρήσῃ μέσα στήν καρδιά τίποτε τό κακόν καί φωτίζει τά σκοτάδια μας.

                      Ὅλη μας ἡ ζωή εἶναι φῶς
                       κι’ ὁ νοῦς μας ἄνω θρῴσκει.

Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ καθαρός, ὁ ἁπλοῦς ὀφθαλμός, ὁ φωτισμένος νοῦς μας νά στραφῇ στά γήϊνα, στά μάταια,  τά ἀνάξια λόγου πράγματα;

Ἄν, ὅ μή γένοιτο, ἡ ψυχή μας στραφῇ πρός τά γήϊνα, κι’ ὁ νοῦς, ἡ καρδιά μας βυθισθῇ στό βόρβορο τῶν παθῶν, στή λάσπη, τότε ἀσφαλῶς «ὁ ὀφθαλμός», πού μᾶς δόθηκε ἀπ’ τό Θεό, γιά νά μεταδίδει φῶς, θά εἶναι βλαμμένος, «πονηρός» κι’ ὁλόκληρος ὁ ἄνθωπος ἀναπόφευκτα θά βυθισθῇ σέ βαθύ, πυκνό, ἠθικό καί πνευματικό σκοτάδι. Δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε, ὅτι τά πάθη τυφλώνουν τόν ἄνθρωπο.

Μήπως δέν εἶναι τυφλός ὁ ἄνθρωπος πού κυριεύεται ἀπό τό πάθος τῆς φιλοχρηματίας, τῆς φιλοπλουτίας; ‘Υπάρχει  μεγαλύτερη καί χειρότερη τύφλωσι τῆς ψυχῆς, ἀπό τήν τύφλωσι, πού ἐπιφέρει ὁ Ἐγωϊσμός;

Δέν εἶναι τυφλωμένος ὁ νοῦς, πού κυριεύεται ἀπό τό πάθος τῆς μνησικακίας, πού, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, εἶναι «λέπρα τῆς ψυχῆς»;

Ὑπάρχει βαθύτερο σκοτάδι, ἀπό τό σκοτάδι τῆς ψυχῆς, που, κυριεύεται ἀπό τά πάθη τῆς κατακρίσεως καί τῆς συκοφαντίας, τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας;

Εἶναι ἄρρωστη ἡ ψυχή, πού δουλώνεται στά βρωμερά, τά χαμηλά της πάθη καί εἶναι δυστυχής. Δέν ὑπάρχει στήν καρδιά τ’ ἀνθρώπου αὐτοῦ ἀγάπη πρός τόν Θεόν καί Πατέρα. Κι’ αὐτό γιατί τό καθε τί, πού ὑπάρχει στόν μακράν τοῦ Θεοῦ κόσμον, ἤτοι ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός, ἡ  ἀπληστία σωρεύει, στήν ψυχή καί τή ζωή μας, ὀδύνη καί πόνο. Ὁμοίως δέ καί ἡ  ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονία τοῦ βίου, διότι  δέν εἶναι ἀπό τόν Θεόν καί Πατέρα, ἀλλά εἶναι ἀπό τόν μακράν τοῦ Θεοῦ κόσμον (Α΄ Ἰωάν. β΄16). Ὅλα τά γήϊνα εἶναι πονηρά, διότι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ἰωάν. ε΄ 19).




Καί πραγματικά ἄρρωστος εἶναι ὁ ὀφθαλμός τοῦ φιλαργύρου. Δέν χορταίνει ἀπό τόν πλοῦτο(Ἐκκλησ. δ΄ 8). Συζεῖ μέ τήν ἀπληστία. Ἡ ζωή του εἶναι χωρίς ἀνάπαυσι, χωρίς γαλήνη. Εἶναι  γεμάτη βάσανα καί ἀγωνία. Εἶναι ἄρρωστος ψυχοσωματικά. Δέσμιος τῆς γῆς, βυθισμένος στό σκοτάδι,  ἀρνεῖται τόν ἀληθινό Θεό καί λατρεύει τό Βόρβορο.


«Ὁ Ἅγιος Φώτιος λέγει ὅτι «ὡς ἐν σώματι ὀφθαλμός, οὕτω νοῦς ἐν ψυχῇ. Εἰ οὖν ὁ νοῦς, δι’ οὗ ἤ τε ψυχή καί ὅλον τό ζῶον αὐγάζεται, τῷ πάθει τῆς φιλοχρηματίας ἐτυφλώθη, τί ἄν οὐ πάθοι, ἅ δι’ ἐκείνου ἐνελάμπετο τόν φωτισμόν. Διά τοῦτο χρή παντί τρόπῳ τό νοερόν τῆς ψυχῆς ἀπό τῆς φιλοχρηματίας φυλάττειν ἀπαθές, ἵνα μή τῷ ἐκεῖθεν πάθει πληρωθέντος αὐτοῦ ἐν σκότει βαθεῖ τόν βίον ὦμεν δυστυχοῦντες καί ταλαιπωρούμενοι ἀθλίως τόν ἡμῶν» (Φωτίου Κων/πόλεως, J, Reuss,  ἔνθ’ ἀνωτ. ἀπόσπ.24.  σελ.279-280).

Θά πρέπει ὅμως νά τονίσουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς σκοτίζεται ἀπό τά πάθη τῆς σαρκός, ἄν θέλῃ, μπορεῖ νά θεραπευθῇ, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἄν θέλῃ, μπορεῖ νά ἀποτινάξῃ καί νά ἀποβάλῃ ἀπό τήν ψυχή του, σάν ἄλλο ρυπαρό ἔνδυμα, τά πάθη καί νά ἐνδυθῇ «ἐνδύματα λευκά», φωτεινά, τήν καθαρότητα, τήν ἁγιότητα, τόν ἁγιασμόν. Ἄν θέλῃ, μπορεῖ «νά καθαρίσῃ τήν καρδιά του ἀπό τή λάσπη, ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή,  ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, καί νά πάρῃ τήν ἀπόφασι νά ἐπιτελῇ ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορινθ. ζ΄1).

Ἄν θέλῃ, θεραπεύεται, ἐάν ἐγκολπωθῇ τήν τέλεια ἀγάπη πρός τόν Θεόν καί τά εἰκονίσματά Του.

Χρειάζεται νά καταλάβῃ κάθε ἄνθρωπος, ὅτι δέν ὑπάρχει πάνω στή γῆ χειρότερο Κακό, ἀπ’ τό σκοτάδι, καί νά παύσῃ νά μισῇ τό φῶς.

Χρειάζεται νά συνειδητοποιήσῃ  α) ὅτι «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή (ὑπό τό φῶς) ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ» καί β) ὅτι «ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα» (Ἰωάν. γ΄ 20-21).

Χρειάζεται, δηλαδή, νά ξεχωρίσῃ τό φῶς ἀπ’ τό σκοτάδι, νά ξεχωρίσῃ τά ἔργα τοῦ φωτός, ἀπό τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά ἀποφασίσῃ, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, νά καθαρίσῃ τόν ὀφθαλμόν τῆς ψυχῆς, τόν νοῦν. Νά σπάσῃ τά δεσμά, πού τόν κρατοῦν δεμένο  στή γῆ καί στά γήϊνα, μέ τήν εἰλικρινῆ καί ἔμπρακτη μετάνοια καί ἐξομολόγησι. Νά βγῇ καθαρός μεσ’ ἀπό «τό λουτρό τῶν δακρύων». Νά δεχθῇ τόν φωτισμόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά λάβῃ τήν τελική κάθαρσι καί τόν φωτισμόν, μέ τή Θεία Κοινωνία, διότι μόνον τό «αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. α΄ 7). Μόνον τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ὁλότελα τόν ὀφθαλμόν τῆς ψυχῆς, ὥστε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά  εἶναι φῶς  καί τά ἔργα του νά εἶναι καλά καί φωτεινά, νά τά βλέπουν οἱ ἄνθρωποι καί νά δοξάζουν τόν οὐράνιο  Πατέρα μας (πρβλ. Ματθ. ε΄ 16).

Καί εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅλοι οἱ βαρεμένοι, οἱ κατάκοιτοι, ἀκόμη, στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου, μέ τή θέλησί μας, ὅτι μόνον ὁ Χριστός μᾶς ἀγαπᾶ. Μόνον ὁ Χριστός μᾶς νοιάζεται καί μᾶς καθαρίζει μέ τό αἷμα Του ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Εἶναι καιρός νά πάρουμε τήν ἀπόφασι νά ποῦμε τό μεγάλο ΝΑΙ  στό Χριστό καί τό μεγάλο ΟΧΙ στό Διάβολο. Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, γιά νά κυριαρχίσῃ, στήν ψυχή καί τή ζωή μας, τό Φῶς Του, ἡ γνήσια, ἀνυπόκριτη, ἡ ἁγνή, ἡ θυσιαστική, ἡ τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί στό συνάνθρωπό μας.

      Ὁ Χριστός μέ τή σταυρική Του θυσία μᾶς
       διδάσκει τήν Ἀγάπη. Φωτίζει τά σκοτάδια
       μας, τόν νοῦν καί τήν ψυχή μας.

 Ἔτσι καί μόνον ἔτσι τροποποιεῖται καί θεραπεύεται,  ἀποτελεσματικά, ἡ προβληματική μας συμπεριφορά.
Ἔτσι καί μόνον ἔτσι ἀποκαλύπτει ὁ ἄνθρωπος  τό ἀληθινό του πρόσωπο, ἐπανευρίσκει  τόν γνήσιο ἑαυτό του καί τήν ψυχική του γαλήνη.
Ἔτσι καί μόνον ἔτσι, ἐξέρχεται ἀπό τήν ἀγέλη τῶν ἀλόγων ζώων καί  ἀποκαθίσταται, ὡς ἄν-θρωπος (ἀπό τό  ἄνω+ Θρῴσκω), «εἰς τήν κοινωνίαν τῶν προσώπων», «εἰς τήν κοινωνίαν τῶν Ἁγίων», εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι καί μόνον ἔτσι, ἄν θέλῃ, μπορεῖ κάθε πιστός μέ τήν ἀγάπη στό Θεό καί στόν πλησίον, νά πολιτογραφηθῇ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά γίνῃ ἀπό τώρα ἡ ψυχή καί ἡ ζωή του Παράδεισος. Διότι « ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν.  δ΄  16).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθῇ διά τής ἀγάπης μέ τόν Θεόν, τότε ὄχι μόνον ὁ νοῦς, ἀλλά καί  ὁλόκληρη ἡ ψυχή του  καταυγάζεται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, «ὅτι ὁ Θεός Φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι οὐδεμία» (Α΄ Ἰωάν.  α΄ 5).
Ἄν ἔχουμε πονηρό ὀφθαλμό, σκοτισμένο νοῦ, ἄν ἡ συμπεριφορά μας εἶναι σκοτεινή καί ἁμαρτωλή καί τολμήσουμε  νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τό Θεό, θά εἴμαστε ψέφτες καί ὑποκριτές.
Ὁ ἑνωμένος μέ τό Θεό ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπόν του καί «ὁ ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτί μένει» (Α΄ Ἰωάν. β΄ 10). Ὅλα στή ζωή του εἶναι φῶς. Κάθε του σκέψις, κάθε του λογισμός, κάθε του ἐπιθυμία, κάθε του συμπεριφορά διαποτίζεται ἀπό τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καί εἶναι φῶς.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός, ἑρμηνεύοντας τό Ματθ. στ΄ 22-23, λέγει: «Ἁπλοῦς ὀφθαλμός, ἡ ἀνυπόκριτός ἐστιν ἀγάπη, δι’ ἧς ὅταν τό σῶμα φωτίζηται, τά αὐτά  τοῖς ἔσωθεν νοουμένοις, καί διά τῶν ἔξωθεν μερῶν προφέρουσα· ὁ δέ πονηρός ὀφθαλμός ἐστιν, ἡ προσποίητος ἀγάπη, ἥτις καί ὑπόκρισις καλεῖται· δ’ ἧς ἅπαν τό σῶμα σκοτίζεται τοῦ ἀνθρώπου. Ἄξια μέν σκότους πράγματα ἐννοούμενον ἔσωθεν· δια δέ τῶν ἔξωθεν μερῶν, φωτός εἶναι δοκοῦντα προφέρον ρήματα· λύκοι γάρ εἰσιν, ὡς ἀληθῶς, προβάτων περιβεβλημένοι δοράς· αἱ τό ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καί τῆς παροψίδος μόνον πλύνοντες, καί οὐκ εἰδότες, ὅτι ἐάν μή τό ἔσωθεν τούτων καθαρισθῇ, οὐδέ τό ἔξωθεν καθαρόν δύναται γενέσθαι. Διόπερ τούτους σαφῶς ἐλέγχων, φησίν ὁ Σωτήρ, ὅτι «Εἰ τό φῶς τό ἐν σοί σκότος, τό σκότος πόσον;» Τοὐτέστιν· εἰ ἡ δοκοῦσά σοι ἀγάπη εἶναι φῶς, διά τήν ἐν σοί κεκρυμμένην ὑπόκρισιν σκότους ἄξιόν ἐστιν ἔργον, τί τά προφανῆ σου παραπτώματα;» (Γρηγ. Νεοκαισ. Ἀπόσπ. Εἰς τό κατά Ματθ. ΒΕΠΕΣ, 17, 374,1-20). 
Ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας  νά  μή ἀφανιζουμε τό ἀληθινό μας πρόσωπο, νά διώχνουμε, μέ ἄσκησι, μέ προσοχή καί ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ὑπόκρισι. Νά διαφυλάττουμε τόν ὀφθαλμό μας καθαρό καί νά φωτίζουμε τόν κόσμο,  μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης μας, πρός δόξαν τοῦ παντάνακτος Θεοῦ. Διότι σ’ Αὐτόν, πού εἶναι τό ἀληθινόν Φῶς, ἡ Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη, στόν Χριστόν  σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.