Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ. Η.΄


«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» 8ο

Ὁ Θεός δέχεται τήν ἐλεημοσύνην μας,
ὅταν γίνεται «ἐν τῷ κρυπτῷ».



«Προσέχετε τήν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μή ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρός τό θεαθῆναι αὐτοῖς· εἰ δέ μήγε, μισθόν οὐκ ἔχετε παρά τῷ πατρί ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.






Ὅταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μή σαλπίσῃς
ἔμπροσθέν σου,  ὥσπερ οἱ ὑποκριταί ποιοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καί ἐν ταῖς ρύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπό τῶν ἀνθρώπων· ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν.
Σοῦ δέ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μή γνώτω ἡ αριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου, ὅπως ᾖ σου ἡ
ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ, καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ» (Ματθ. στ΄ 1-4).
 Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ εὐγενέστερη ἔκφρασις τῆς ἁγνῆς, τῆς γνήσιας, τῆς ἀνιδιοτελοῦς, τῆς ἀνυπόκριτης καί θυσιαστικῆς ἀγάπης μας πρός τόν πλησίον καί πρός τόν Θεόν. Εἶναι ἡ ἐφηρμοσμένη ἀγάπη.
Ἡ ἐλεημοσύνη δέν εἶναι μέσον αὐτοπροβολῆς καί ἐπιδείξεως καί συνεπῶς δέν θέλει ὁ Θεός νά γίνεται  «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀκτινοβολία ἁγνῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία «μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, οὐ ζηλοῖ, οὐ περπερεύεται (δέν ξιπάζεται, δέν φέρεται δηλ. μέ ἀλαζονία καί προπέτεια),  οὐ φυσιοῦται (δέν φουσκώνει ἀπό ὑπερηφάνειαν), οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν, οὐ χαίρει ἐπί τῇ ἀδικία, συγχαίρει δέ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄Κορινθ. ιγ΄ 4-8).
Ἡ ἐλεημοσύνη ἔρχεται καί δροσίζει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, «ὡς αὔρα λεπτή» (Γ΄ Βασιλ. ιθ΄ 12), ἀθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες καί φανφαρονισμούς (ἰταλιστί fanfara δηλ. σάλπισμα).
«Μή σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου...» λέγει  Κύριος.
Ἡ ἐλεημοσύνη θεραπεύει σέ βάθος ψυχικά καί σωματικά τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, φίλων καί ἐχθρῶν, καί δέν περιμένει ἀνταπόδοσι. Ὅπως ὁ Χριστός. Θεραπεύει καί ἐξαφανίζεται, χωρίς νά περιμένει εὐχαριστίες (πρβλ. Ἰωάν. ε΄ 13 κ. π. ἄλλα).


        «ἆρον τόν κράβαττόν σου καί περιπάτει»(Ἰω. ε΄12).

Ὅπως ὁ Χριστός ἔτσι κι' ἐμεῖς ὀφείλουμε νά θεραπεύουμε τίς ἀνάγκες τῶν ἀσθενούντων καί  τῶν ἐνδεῶν ἀδελφῶν μας.



Ὁ ἐλεήμων σπογγίζει τά δάκρυα, ἁπαλύνει τόν πόνον, γιατρεύει τίς πληγές, ἐξαφανίζει τή θλῖψι. Δέν κουρελιάζει τήν προσωπικότητα τοῦ ἐμπερίστατου ἀδελφοῦ. Ἀντιμετωπίζει μέ  πολλή  προσοχή καί λεπτότητα τήν ἰδιαίτερη ψυχολογική κατάστασι τῶν πτωχών ἀδελφῶν. Ὑψώνει καί ἀναπτερώνει  τό πεσμένο ἠθικό τους καί βοηθεῖ τόσον, ὥστε νά ἐπανακτήσουν τίς δυνάμεις τους, νά ἐπανεύρουν τόν ἑαυτό τους καί νά ἐπανέλθουν δημιουργικά στή ζωή.
Ὁ πραγματικά ἐλεήμων δέν κομπάζει, δέν αὐτοπροβάλλεται, δέν σαλπίζει ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ταπεινά καί ἀθόρυβα, «ἐν κρυπτῷ» θεραπεύει τίς ἀνάγκες, ἐξαλείφει τίς ἀδικίες, ἀποκαθιστᾶ τό δίκαιον.
Ὁ ἐλεήμων δικαιώνει τόν ἀδικούμενο καί συκοφαντούμενο. Δέν ἀργεῖ. Βιάζεται νά ἀποκαταστήσῃ τόν πονεμένο. Ἐπεμβαίνει ταχύτατα σέ κάθε περίστασι. Δέν ἐγκαταλείπει τόν ἀδελφό στήν ὀδύνη καί τήν ἀγωνία τῆς προσμονῆς γιά δικαίωσι. Δικαιώνει ἀμέσως καί οὐσιαστικά λυτρώνει καί σώζει ἀπό τούς λύκους τά πρόβατα.


Δέν ἐπαναπαύεται στήν καλοπέρασί του. Ἀναζητεῖ τά πλανεμένα καί ἐγκαταλελειμμένα πρόβατα καί τά ἐπαναφέρει «εἰς τόπον ἀναψυχῆς», στήν Ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ πράγματι ἐλεήμων δέν πονηρεύεται. Δέν ἐπιτρέπει νά μολύνεται ἡ ψυχή του ἀπό ὑποψίες, φαντασίες καί ψυθιρισμούς. Δέν κάνει πονηρούς  ὑπολογισμούς καί συμβιβασμούς. Χαίρεται νά χαρίζει τήν ἀνάπαυσι στόν κάθε κουρασμένο, ἀθόρυβα, πρός δόξαν Θεοῦ.
Ὁ ἐλεήμων δέν σβύνει τίς Ἀξίες. Δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις, ὥστε νά καλλιεργοῦνται καί νά ἀξιοποιοῦνται οἱ ικανότητες τῶν ἀδελφῶν.
Ὁ ἐλεήμων, αὐτός δηλαδή, πού ἔχει μέσα του σέ τέλειο βαθμό ὅλες τίς χριστιανικές ἀρετές, δέν ἐπιζητεῖ τή δόξα καί τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά κυρίως ἐργάζεται γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης.



Δέν δειλιάζει μπροστά στό φθόνο καί δέν ὑπαναχωρεῖ. Δέν φοβᾶται μή θιγεῖ τό γόητρό του, ἀλλά ὑπερασπίζεται μέ θάρρος τούς ἀδικημένους καί λυτρώνει τούς ἀδελφούς ἀπό τίς ἀδικίες καί ἀπό τίς συκοφαντεῖες τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ἐλεήμων προσφέρει τήν ψυχή καί τή ζωή του στήν ἄδολη ὑπηρεσία τῶν ἄλλων, σάν τό Χριστό, χωρίς νά περιμένει ποτέ καί ἀπό κανέναν τίποτε. Κι' αὐτό ἀκριβῶς ἔχει ἀξία. Τό Καλό πρέπει νά γίνεται γι' αὐτό τό ἴδιο τό Καλό. Ὅταν γίνεται γιά ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο, παύει νά εἶναι Καλό.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει ὅτι «δι' αὐτό τό καλόν ποιῶν ἀρετήν ὑπερκόσμιον ἔχει τό καύχημα» (J.Reuss, Σχόλια εἰς Ματθ. σελ.174).
Πολλοί δέν ἔχουν κατανοήσει σέ βάθος  τή βασίλισσα τῶν ἀρετῶν καί νομίζουν πώς ἐλεημοσύνη εἶναι νά δώσουν ἁπλῶς ἕνα κομμάτι ψωμί, μιά δραχμή, ἕνα ροῦχο ἤ νά ποῦν  ἁπλῶς ἕναν καλό λόγο καί νά ξεφορτωθοῦν μιά ὥρα γρηγορότερα τόν πάσχοντα συνάνθρωπό τους. Ἄλλοι πάλιν ἐκμεταλλεύονται τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν, γιά νά ἱκανοποιοῦν τά πάθη τῆς ἀνθρωπαρεσκείας καί τῆς κενοδοξίας τους, κουρελιάζοντας ἔτσι τήν προσωπικότητα καί τήν ἀξιοπρέπεια τῶν ἀνήμπορων ἀδελφῶν. Καί ἄλλοι πάλι δημιουργοῦν οἱ ἴδιοι τίς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων τους, γιά νά κάνουν ὕστερα τούς καλούς, τούς ἐλεήμονες καί τούς εὐεργέτες, καί νά ἱκανοποιοῦν ἔτσι τόν Ἐγωϊσμό καί τήν Κενοδοξία τους. Δημιουργοῦν οἱ ἴδιοι τήν Κοινωνική Ἀδικία.
Αὐτές οἱ κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων ὅ,τι καί ἄν κάνουν, ὄχι μόνον δέν εἶναι ἐλεήμονες, ἀλλά εἶναι ὅ,τι χειρότερο. Εἶναι ἐγκληματίες.
Ποδοπατοῦν, μέ δολίους τρόπους καί μεθόδους, τίς  ἀνθρώπινες Ἀξίες καί θανατώνουν τίς ψυχές τῶν ἀδελφῶν, μέ ὅπλα τά ἀγαθά, πού ὁ Θεός τούς ἀνέθεσε νά διαχειρίζονται, γιά τήν ἀνακούφισι, τήν παρηγορία καί τήν τελείωσι τῶν ἀδελφῶν, καί αὐτοί ἀνερυθριάστως τά χρησιμοποιοῦν, γιά τήν ἱκανοποίησι τῶν χαμηλῶν, τῶν  βρωμερών τους παθῶν, γιά τήν καταστροφή καί τόν ἐξευτελισμό τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
Ὁ Κύριος μακαρίζει τούς ἐλεήμονες (Ματθ.ε΄7), ἀποτρέπει ἀπό τά πάθη τῆς ἀνθρωπαρεσκείας καί τῆς κενοδοξίας, τονίζει ὅτι εἶναι καλλίτερο νά δίνει κανείς παρά νά παίρνῃ, ὑποδεικνύει τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖον θέλει νά γίνεται ἀπό τούς μαθητάς Του ἡ ἐλεημοσύνη, ὄχι πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, ἀλλά ἐν τῷ κρυπτῷ, καί ὑπόσχεται ὅτι αὐτός ὁ ἴδιος θά ἀποδώσῃ τή θεϊκή δόξα εἰς τούς ἐλεήμονες ἐν τῷ φανερῷ.
Εἶναι δέ ὁλοφάνερο ὅτι ὁ Κύριος ἀπεχθάνεται τούς ἀνελεήμονας,  αὐτούς, πού ἔμαθαν νά παίρνουν καί ὄχι νά δίνουν. Καί ὑπάρχουν, δυστυχῶς, πολλοί ἄσπλαγχνοι, ἀνελεήμονες, πού δέν θά βροῦν ἔλεος, ἀλλ' ὡς ἀντίχριστοι, δίκαια, θά βληθοῦν, ἐξ αἰτίας τῆς σκληροκαρδίας τους, «εἰς τήν λίμνην τοῦ πυρός τήν καιομένην ἐν θείῳ» (Ἀποκ. ιθ΄ 20).




Θά ἀναφέρω ἐδῶ ἕνα γεγονός τῆς καθημερινῆς ζωῆς, πού θά σᾶς ἐκπλήξῃ. «Μιά φορά μιά συντροφιά, γνωστῶν καί μή ἐξαιρετέων, ἀπεφάσισε νά πᾶνε σέ μιά παραλία νά κολυμπήσουν. Ἕνας  ἐξ  αὐτῶν, γνωστός ἀνελεήμων, πού τό μόνο πού ἔμαθε στή ζωή του ἦταν νά πατᾶ ἐπί πτωμάτων καί  μόνο νά παίρνῃ, ἐπειδή δέν ἤξερε καλό κολύμπι, ἄρχισε νά πνίγεται. Ἔσπευσε τότε ἕνας ἄλλος τῆς παρέας φωνάζοντας: Δῶσε μου τό Χέρι σου, Δῶσε μου τό χέρι σου. Αὐτός πνιγόταν καί δέν ἔδινε τό χέρι του.  Τοῦ λέει τότε ἕνας τρίτος τῆς παρέας: Δέν τόν ξέρεις; Τί τοῦ λές· Δῶσε μου τό χέρι. Πές του· Πᾶρε τό χέρι μου. Καί πραγματικά μόλις τοῦ εἶπε: Πᾶρε τό χέρι μου, ἀμέσως ὀ μισοπνιγμένος, ἅρπαξε τό χέρι  τοῦ ἄλλου καί σώθηκε».
Εἶναι τρομερό νά εἴμαστε τόσο ἄσπλαγχνοι, τόσο ἀνελεήμονες, ὥστε νά ἀμαυρώνουμε  μέσα μας  καί στή ζωή μας, τόσο πολύ τήν εἰκόνα τοῦ Ἐλεήμονος Θεοῦ.
Εἶναι ἀπερίγραπτα λυπηρό νά γίνεται ὁ  ἄνθρωπος τόσο γελοῖος, μά τόσο γελοῖος!...





                

               












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου