Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ, ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΘΡΥΛΟΣ

             «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις            
                περιπεσοῦσα γυνή...»

    τσι ἀρχίζει  ὁ ἐξαίρετος αὐτός βυζαντινός ὕμνος,  τό γνωστό Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, πού ἔγινε θρῦλος. Κάθε χρόνο, τή Μεγάλη Τρίτη, συρρέουν χιλιάδες χριστιανοί στούς ἱερούς Ναούς, γιά νά ἀκούσουν τό περίφημο αὐτό ποίημα, πού ὅταν ψάλλεται ἁπλᾶ, βυζαντινά, ὅπως διασώθηκε ἀπό τή Βυζαντινή μας Παράδοσι, προκαλεῖ θερμά δάκρυα κατανύξεως.

 Εἶναι ποίημα μιᾶς Ἁγίας. Τό ἔγραψε ἡ ὁσιωτάτη μοναχή τοῦ Βυζαντίου, ἡ λογιωτάτη καί μεγάλη μελῳδός τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Κασσιανή, ἡ ὁποῖα πραγματικά ἐπλούτισε τήν ἐκκλησιαστική μας ὑμνογραφία καί μέ πολλούς ἄλλους ὕμνους, πραγματικά  ἀριστουργήματα.
    Ἡ Κασσιανή γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολι, γύρω στά 800- 805. Ἀνῆκε σέ ἀρχοντική Οἰκογένεια. Δέν ἔχουμε πολλά στοιχεῖα γιά τό βίο της. Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ὅτι ἡ Κασσιανή ἦταν «ὀρφανή κόρη τοῦ Βυζαντίου, ὡραία καί σοφή, ὁσία ἀσκήτρια καί εὐσεβεστάτη παρθένος» (Δές Ο.Η.Ε, τ.7 σελ. 386-388).
   ζωή της μοιάζει μέ θρῦλο, πού συνδέεται μέ τόν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Θεόφιλο (829-842). Πολλοί ἱστορικοί ὑποστηρίζουν ὅτι ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Λέοντος τοῦ Σοφοῦ καί ἄλλοι λένε ὅτι ἔζησε στά χρόνια τοῦ Θεοφίλου καί τοῦ Μιχαήλ, ἡ ὁσία Κασσιανή πέθανε σέ βαθύ γῆρας. Εἶχε μεγάλη μόρφωσι καί ὥριμη σκέψι. Σέ πολλά χειρόγραφα ἀναφέρεται καί ὡς Κασσία, Κασία καί ὡς Εἰκασία ἤ Ἰκασία. Εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο.
   «Κρουμβάχερ ἐξαίρει τό ποιητικό της τάλαντον καί παρατηρεῖ ὅτι ἡ Κασία «ἀποτελεῖ παράδοξον φαινόμενον ἐν τῷ γενικῷ ποιητικῷ συναγωνισμῷ» τῶν συγχρόνων της...» (Παναγιώτου Τρεμπέλα, Ἐκλογή...Αθῆναι 1949 σελ.246 K. Krumbacher, Ἱστορ.Βυζαντ.Λογοτεχνίας).
     πειδή δέν ὑπάρχουν αὐθεντικά ἱστορικά στοιχεῖα, γιά τή ζωή της, ὠργίασε ἡ φαντασία πολλῶν βυζαντινῶν χρονογράφων καί μυθιστοριογράφων. Ἔτσι δημιουργήθηκε ὁ Θρῦλος, γύρω ἀπό τό ὄνομά της. Ὅτι δηλαδή ἡ μητρυιά τοῦ Θεοφίλου ἡ Εὐφροσύνη, ἐπειδή ἤθελε νά δώσῃ στό γιό της τό Θεόφιλο σύζυγο, συγκέντρωσε στά ἀνάκτορα τίς ὡραιότερες παρθένες, κόρες ἀρχοντικῶν Οἰκογενειῶν, ἀπό ὁλόκληρη τήν αὐτοκρατορία, γιά νά διαλέξῃ σύζυγο-Βασίλισσα.  Ἀνάμεσα σ' αὐτές τίς Παρθένες ὑπῆρχαν καί ἡ Κασσιανή «κόρη ὡραιοτάτη» καί μιά ἄλλη ὀνόματι Θεοδώρα.
    Ἡ μητρυιά του ἔδωσε στό Θεόφιλο ἕνα «χρυσό μῆλο», γιά νά τό
χαρίσῃ στήν ἐκλεκτή τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Θεόφιλος κρατῶντας στά χέρια του τό χρυσό μῆλο, στάθηκε μπροστά στή σεμνή καί πανέμορφη Κασσιανή, «τῷ κάλλει τῆς Εἰκασίας ἐκπλαγείς», ὅπως λέγει ὁ Παπαρηγόπουλος, θαμπωμένος ἀπό τήν ὀμορφιά της.
     

   Πρίν ὅμως ἀκόμη τῆς ἐγχειρίσῃ  τό χρυσό μῆλο, τῆς εἶπε: «Ὡς  ἆρ' ἐκ γυναικός ἐρρύη τά φαῦλα»; ὑπονοῶν ὅτι ὅλα τά κακά προῆλθαν ἀπό τή γυναῖκα, δηλαδή τήν Εὔα.
    Στό πολυθρύλητο ἐκεῖνο ἐρώτημα ἡ σοφή Κασσιανή, μέ θάρρος καί ἑτοιμότητα πνεύματος, τοῦ ἀπήντησε: «Ἀλλά καί ἐκ γυναικός ἐρρύη τά κρείττονα». Καί ἐννοοῦσε  τήν Παναγία, ἡ ὁποία, μέ τή Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε Πηγή, ἀπό τήν ὁποίαν ῥέουν «τά κρείττω», ὅλα τά ἀγαθά.
    εὔστοχη αὐτή ἀπάντησι τῆς πανέξυπνης Κασσιανῆς πλήγωσε τόν ἐγωϊσμό τοῦ αὐτοκράτορος. Καί «τρωθείς τήν καρδίαν» ἔδωκε τό χρυσό μῆλο στή Θεοδώρα, πού κατήγετο ἀπό τήν Παφλαγονία τῆς Μ. Ἀσίας. Τήν μετέπειτα Ἁγία Θεοδώρα, τῆς ὁποίας τό λείψανον ἀκέραιον σώζεται καί τεθησαύρισται στήν Κέρκυρα.
     Κασσιανή, «τῆς Βασιλείας ἀποτυχοῦσα», φησε τόν «δυσώνυμον» κόσμον καί ἐπραγματοποίησε τή λαχτάρα, πού ἔτρεφε  στήν ἁγνή καρδιά της ἀπό τήν τρυφερή της ἀκόμη ἡλικία: Νά ἀφιερωθῇ στό Θεό. «Κατεσκεύασε Μονήν» ( ἔκτισε Μονα-στήρι) ὅπου ἔμεινε ἐκεῖ, ὁλότελα ἀφιερωμένη στό Θεό, μέχρι τά βαθειά γεράματα, μέχρι τήν Κοίμησί της.
     Ἡ ἁγία Κασσιανή  μᾶς ἄφησε σοφά συγγράμματα, περίφημους ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, πού μᾶς καθοδηγοῦν στήν ἀνοδική μας πορεία ἀπό γῆς πρός Οὐρανόν. Ἕνας ἀπό αὐτούς τούς ὕμνους εἶναι καί τό γνωστό μας Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή...», τό Δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης, τό ὁποῖον ψάλλεται τή Μ.Τρίτη τό βράδυ.


       Ἡ παράδοσις, ὁ  θρῦλος, ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεόφιλος θέλησε νά ἐπισκεφθῇ τήν Κασσιανή στό Μοναστήρι της. Ἔγινε δέ ἡ ἐπίσκεψις αὐτή, τή χρονική στιγμή, πού ἡ Κασσιανή ἔγραφε τό περίφημο αὐτό Τροπάριο καί εἶχε φθάσει στό σημεῖο, πού ἔλεγε
«Καταφιλήσω τούς  ἀχράντους Σου πόδας... ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τό δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα,...», τότε ἄφησε μισοτελειωμένο τό γραπτό της, γιατί ἄκουσε τά ποδοβολητά τῶν ἀλόγων τῆς συνοδίας τοῦ αὐτοκράτορος καί φοβήθηκε. Θεώρησε τελείως παράλογη τήν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοφίλου καί κρύφτηκε.
      Θεόφιλος, ἀφοῦ δέν τήν βρῆκε στό κελί της, πρόσθεσε στό Τροπάριο τή φράσι:«τῷ φόβῳ ἐκρύβη», πού καί ἀνταποκρίνεται στήν περίστασι. Ἄλλοι λένε ὅτι πρόσθεσε τούς στίχους: «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τό δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Ὁ Ν. Πολίτης καί ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ στίχοι αὐτοί δέν ἀποτελοῦν παρεμβολήν. Αὐτή εἶναι καί ἡ σωστότερη γνώμη.
    Ἡ  ἀλήθεια εἶναι  ὅτι μέ αὐτούς τούς στίχους κατορθώνει ἡ σοφή ὑμνῳδός νά μᾶς μεταφέρῃ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.


 ξαίρει τό γεγονός τῆς πτώσεως, ὅταν ἡ Εὔα ἄκουσε τόν ἦχο τῶν βημάτων τοῦ Θεοῦ στόν Παράδεισο καί ἀπό τό φόβο της κρύφτηκε μαζί μέ τόν Ἀδάμ, ἀφοῦ αἰσθάνθηκαν βαθειά μέσα τους τήν ἁμαρτωλότητά τους. Τονίζει ἐδῶ καί τή Θεότητα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ τήν ὁποίαν αἰσθάνεται ἡ ἁμαρτωλή γυναῖκα, πού ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς  στό Εὐαγγέλιόν του( ζ΄ 36-50).
      ταν ἔφυγε ὁ Θεόφιλος ἐπέστρεψε στό κελί της ἡ Ἁγία, λένε δέ μερικοί ὅτι ἄφησε τήν ὑποτιθεμένη προσθήκη καί συνέχισε τό ποίημά της μέχρι τό τέλος: «Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσῃ, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τήν σήν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τό ἔλεος».
      να ἄλλο σοβαρό πρόβλημα σχετικό μέ τό Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς εἶναι τό πρόσωπο τῆς ἁμαρτωλῆς. Ποιά εἶναι ἡ γυναῖκα, πού ἔρχεται καί γονατίζει μπροστά στό Χριστό καί τοῦ προσφέρει μῦρα καί δάκρυα;

    Ποιά  εἶναι ἡ γυναῖκα, πού χύνει πολύτιμον μῦρο στό κεφάλι καί πλένει τά πόδια τοῦ Κυρίου μέ μῦρα καί δάκρυα καί τά σπογγίζει μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς της;
    Καί στήν περίπτωσι αὐτή καί πάλιν ὀργιάζει ἡ φαντασία μερικῶν μυθιστοριογράφων. Πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου. Ἄλλοι λένε ὅτι εἶναι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι πρόκειται γιά μιά ἁμαρτωλή, πόρνη γυναῖκα, εἰλικρινά μετανοιωμένη, πού, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε στό σπίτι τοῦ Φαρισαίου, τόν ἐπλησίασε, γονάτισε στά πόδια Του, καί, ἀφοῦ ἔχυσε στό κεφάλι καί στά  ἄχραντα πόδια Του τό πολύτιμον μῦρο, πού κρατοῦσε στά χέρια της, ζητοῦσε τό ἔλεός Του:

«Καί εἰσελθών εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου (ὁ Κύριος) ἀνεκλίθη. Καί ἰδού γυνή ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός καί ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκία τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καί στάσα ὀπίσω παρά τούς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τούς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καί ταῖς θριξίν αὐτῆς ἐξέμασσε καί κατεφίλει τοῦς πόδας αὐτοῦ καί ἤλειφε τῷ μύρῳ...» (Λουκ. ζ΄ 36-50).


   
    Πράγματι ἡ τρίτη αὐτή ἄποψις εἶναι ἡ ὀρθή. Αὐτήν τήν ἄποψι δέχεται ἡ Ἐκκλησία μας καί ἡ μεγάλη ὑμνῳδός, που στηρίζει τό Τροπάριόν της στήν περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ (ζ΄ 36-50).
    Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός ὅτι ἡ ἁμαρτωλή αὐτή γυναῖκα δέν ταυτίζεται μέ τή γυναῖκα πού ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι δύο συνοπτικοί Εὐαγγελιστές (Ματθ. κστ΄ 7 καί Μάρκ. ιδ΄ 3). Τρεῖς, λοιπόν,  γυναῖκες ἄλειψαν τόν Κύριον μῦρον.
    Πρώτη εἶναι ἡ ἀναφερομένη ἀπό τό Λουκᾶ, ἡ ἁμαρτωλή (Λουκ. ζ΄36). Τό γεγονός αὐτό συνέβη στά μέσα τοῦ κηρύγματος τοῦ Κυρίου καί στό δεῖπνον, πού παρέθεσε πρός τιμήν Του Σίμων ὁ Φαρισαῖος.
     Δεύτερη εἶναι ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποία ζοῦσε ἄμεμπτον, ὑποδειγματικόν, ἅγιον βίον (παρβλ. Ἰωάν. ια΄2 καί ιβ΄ 3).
     Τρίτη εἶναι ἡ ἀναφερομένη  στό Ματθ. κστ΄ 6 ἑξ. καί Μάρκ.ιδ΄ 3 ἑξ., στό δεῖπνο, πού παρέθεσε στόν Κύριο Σίμων ὁ λεπρός.
      Ἡ Μαγδαληνή, ἡ μυροφόρος καί ἰσαπόστολος δέν ἔχει καμμιά ἀπολύτως σχέσι μέ τήν ἁμαρτωλή τοῦ Εὐαγγελίου.
   



         Ἡ Μαγδαληνή, τήν ὁποίαν ἐθεράπευσεν ὁ Κύριος, «ἀφ' ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτά δαιμόνια» (Μάρκ. ιστ΄ 9), ἀφιερώνεται στόν  θεραπευτή καί εὐεργέτη της. Τόν ἀκολουθεῖ καί Τόν ὑπηρετεῖ πιστά καί καταξιώνεται πρώτη νά Τόν δῇ Ἀναστάντα καί νά γίνῃ Εὐαγγελίστρια τῶν Εὐαγγελιστῶν καί Ἀπόστολος τῶν Ἀποστόλων. Παντοῦ οἱ Εὐαγγελιστές  τήν  ἀναφέρουν  μέ  τό ὄνομά της καί ὡς ὑπόδειγμα ἀφοσιώσεως στόν Κύριο, πού τήν θεράπευσε ἀπό τή φοβερή της ἀρρώστια.
    Ἡ Μαρία, ἐπίσης, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, δέν μεριμνᾶ καί δέν ἀσχολεῖται μέ  δευτερεύοντα πράγματα, ἀλλά διαλέγει στή ζωή της
τό Ἕν, τό ὑπέρτατον Ἀγαθόν (Bene supremo). Πιστεύει στό Χριστό καί ἀφοσιώνεται Σ' Αὐτόν. Τρέφεται μέ τό λόγο Του καί ἐπαινεῖται ἀπό  τόν Κύριον, γιά τήν ἀφοσίωσί της: «Ἑνός ἐστι χρεία· Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ' αὐτῆς» (Λουκ. ι΄ 42).

       


       Ἡ Μαρία εἶναι ὑπόδειγμα ἀφοσιώσεως στό Χριστό.Εἶναι   ὑπόδειγμα, γιά κάθε ψυχή πού ἀποτάσσεται τό Σατανᾶ καί συντάσσεται τῷ Χριστῷ. Εἶναι πρότυπο ἁγίας ζωῆς. Αὐτή εἶναι ἡ Μαρία, πού ἀπό εὐγνωμοσύνη στόν Κύριο, πού ἀνέστησε τόν ἀδελφό της, τόν Λάζαρον, στό δεῖπνον πού Τόν κάλεσαν, ἄλειψε τόν Κύριον μέ μῦρα, πρίν ἀπό τόν Θάνατόν Του(Ἰωάν. ιβ΄ 3). Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης τήν ἀναφέρει μέ τό ὄνομά της καί δέν ἔχει καμμιάν ἀπολύτως σχέσι,  μέ τήν ἁμαρτωλή, πού ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς στό ἕβδομο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του.
     Ἁγία Κασσιανή στό Τροπάριό της περιγράφει τήν εἰλικρινῆ μετάνοια κάθε ἁμαρτωλῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Χριστοῦ, πού δέχεται μέ στοργή  τόν κάθε εἰλικρινά μετανοιωμένο.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 











 
      
Μᾶς φέρει σέ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί μᾶς παρακινεῖ νά ἐπιστρέψουμε στό Χριστό, μέ μῦρα καί δάκρυα εὐγνωμοσύνης στό Λυτρωτή. Νά ζητήσουμε τό ἔλεός Του, γιά νά βρῇ ἡ ψυχή μας ἀνάπαυσι καί χαρά.
 
 
        «Κύριε, εἶμαι μιά ψυχή δυστυχισμένη, πού σέ πολλές, 
         πάρα πολλές ἁμαρτίες περιέπεσε, ὅμως βαθειά μέσα  
         της αἰσθάνεται τή Θεότητά Σου καί τήν εὐσπλαγχνία Σου.
         Τολμῶ, σάν μυροφόρα, μέ στοναχές καί ὀδυρμούς,
         πρίν ἀπό τόν ἐνταφιασμό Σου, μῦρα καί δάκρυα
         εὐγνωμοσύνης νά Σοῦ προσφέρω, Φιλάνθρωπε.
         Ἀλλοίμονο σέ μένα, Κύριε. Νύχτα βαθειά, ζοφερή καί
         ἀσέληνη εἶναι γιά μένα τό φοβερό πάθος τῆς ἀκολασίας,
         πού μέ κεντᾶ καί μέ βασανίζει ἀδιάκοπα,
         ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας.
         Δέξου, Κύριε, τά ἄφθονα δάκρυά μου, πού πηγάζουν
         μέσα ἀπό τά  βάθη τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μου, Σύ,
         πού βγάζεις τό νερό τῆς θάλασσας, μέσ' ἀπό τίς νεφέλες.
         Σκῦψε σέ μένα κι' ἄκουσε τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς
         μου, Σύ, Κύριε, πού κατέβασες τόν οὐρανό στή γῆ,
         μέ τήν ἀνέκφραστη συγκατάβασί Σου.
         Σπλαγχνίσου με,  κι' ἄφησέ με νά γλυκοφιλήσω τἄχραντα
         πόδια σου, καί νά τά σπογγίσω πάλι μέ τά μαλλιά τῆς
         κεφαλῆς μου. Ἄφησέ με νά φιλήσω τά πόδια  ἐκεῖνα, 
         πού τόν ἦχο  ἀπό τά βήματά τους, ὅταν ἄκουσε τότε, 
         ἐκεῖνο τό δειλινό ἡ Εὔα στόν Παράδεισο κρύφτηκε
         ἀπό τό φόβο, γιατί ἔνοιωσε τήν ἐνοχή της.
         Λυτρωτή μου, μοναδικέ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν,
         ποιός μπορεῖ νά ἐξιχνιάσῃ τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν 
         μου, ἀλλά καί τήν ἄβυσσον τῶν δικαίων ἀποφασεών
         Σου, Σωτῆρα μου καί Σωτῆρα ὅλου τοῦ κόσμου;
         Κύριε, μή με περιφρονήσῃς, μή ἐμέ τήν δούλη Σου
         παραβλέψῃς.
         Σπλαγχνίσου με,  Κύριε, Σύ, πού ἔχεις τό ἀμέτρητον,
         τό ἄπειρον  ἔλεος» .
 

 
 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου