Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ἀπό τούς χθεσινούς,
στούς εἰκονομάχους τοῦ σήμερα.
 
 
                            «Τοῦτον (τόν Χριστόν, τόν ἄμωμον καί Σωτῆρα
                             τοῦ κόσμου παντός) Υἱόν μέν  ὄντα τοῦ Θεοῦ
                             προσκυνοῦμεν, τούς δέ μάρτυρας ὡς Μαθητάς
                             καί μιμητάς τοῦ Κυρίου ἀγαπῶμεν  ἀξίως
                             ἕνεκα εὐνοίας ἀνυπερβλήτου τῆς εἰς τόν ἴδιον
                             βασιλέα καί διδάσκαλον· ὧν γένοιτο  καί ἡμᾶς
                             κοινωνούς τε καί συμμαθητάς  γενέσθαι»
                             (Πολυκάρπου Ἐπισκ. Σμύρνης, Μαρτύριον  XVII, 3 BEΠEΣ 3,26,6 ἑξ.).




        Τήν Α΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν, πού εἶναι πιό γνωστή μέ τό ὄνομα Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν ἀναστήλωσι τῶν Ἁγίων καί σεπτῶν Εἰκόνων. Ἑορτάζουμε τήν Νίκη καί τόν Θρίαμβον τῆς ὀρθῆς Πίστεως ἐναντίον τῶν Αἱρέσεων. Ἡ ἑορτή αὐτή ὠνομάσθηκε «Πανήγυρις τῆς Ὀρθοδοξίας»  καί ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς κυριώτερες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι, ὅπως ψάλλῃ ὁ ἱερός ὑμνῳδός, « Οὐκέτι τῶν
ἀσεβῶν, αἱρετικῶν νῦν  ἡ ὀφρύς(κ.συνεκδ. ἔπαρσις, ὑπεροψία)αἴρεται· ἡ γάρ Θεοῦ δύναμις τήν Ὀρθοδοξίαν ἐκράτυνεν»(Τροπαριον γ΄ Ὠδῆς).
     Ὁλόκληρη ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς ἔχει χαρακτήρα πανηγυρικό, χαρμόσυνο καί δοξολογικό «Σκιρτῶντες μετ' εὐφροσύνης σήμερον·»  λέγει ὁ ὑμνῳδός, «πιστοί, βοήσωμεν· ὡς θαυμαστά τά ἔργα σου, Χριστέ,  καί μεγάλη ἡ δύναμις, ὁ τήν ἡμῶν ὁμόνοιαν καί συμφωνίαν ἐργασάμενος»(Τροπ. α΄ Ὡδῆς).
      Οἱ τότε εἰκονομάχοι, ὁρμώμενοι ἀπό πολιτικά, οἰκονομικά καί ἄλλα συμφέροντα, πολέμησαν τήν Ἐκκλησίαν, μέ τήν καθαίρεσιν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Προσπάθησαν νά καταλύσουν τήν πίστι στήν Ἐνανθρώπησι τοῦ Κυρίου. Ἀρνήθηκαν τήν εἰκόνα, πού εἶναι ἔκφρασις τῆς θείας Οἰκονομίας. Παραγνώρισαν συνειδητά τή διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού λέγει συνοπτικά ὅτι:
      «Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνῃ ὁ ἄνθρωπος θεός».
      Τελικά ἡ Ἐκκλησία νίκησε τήν Αἵρεσι. Θριάμβευσε ἡ ὀρθόδοξος Πίστις. «Ἐδόθη τῇ Ἐκκλησίᾳ σήμερον, τά νικητήρια, θεοκινήτῳ νεύσει καί βουλῇ...», «ἡ Χάρις ἐπέλαμψε τῆς ἀληθείας».
        Ἡ Ἐκκλησία ἐνδύεται τήν «ἔνσωμον Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὡς ὑπερκόσμιον κόσμον».
       

       Κατέχει,  διαφυλάσσει καί «κρατεῖ ὅ ἔχει, ἵνα μηδείς λάβει τόν στέφανον αὐτῆς, ἕως οὗ ἄν ἥξει ὁ Κύριος»(πρβλ. Πράξ. ιστ΄ 4. Α΄ Τιμόθ. στ΄ 20. Ἀποκ. β΄ 25. γ΄11 κ.ἄ.).
        Μέ τόν Ὅρον τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπαγορεύει τή λατρεία τῶν Εἰκόνων καί διατάσσει τήν ἀνάρτησι καί τήν τιμητική  προσκύνησι « τῆς τε τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος, καί τῆς ἀχράντου Δεσποίνης ἡμῶν  καί ἁγίας Θεοτόκου, τιμίων τε Ἀγγέλων καί πάντων Ἁγίων καί ὁσίων ἀνδρῶν».


        Ὁ ἱερός ὑμνῳδός χαρακτηριστικά λέγει ὅτι πρέπει  νά ντρέπωνται  ὅσοι ἀρνοῦνται τήν τιμητική προσκύνησι τῶν σεπτῶν Εἰκόνων, πού εἶναι γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους δόξα:

         «Ἐνδυσάσθωσαν αἰσχύνην, οἱ οὕτω μή πιστεύοντες·
           ἡμῖν γάρ δόξα τοῦ Σαρκωθέντος ἡ μορφή, εὐσεβῶς
          προσκυνουμένη, οὐ θεοποιουμένη».

Ἡ Εἰκόνα εἶναι ἔκφρασις τῆς δογματικῆς καί πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

        Στόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τονίζεται καί ὁ διδακτικός σκοπός  τῆς προσκυνήσεως τῶν Εἰκόνων «ὅσῳ γάρ συνεχῶς δι' εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται τοσοῦτον καί οἱ ταύτας θεώμενοι, διανίστανται πρός τήν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καί ἐπιπόθησιν».
      Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στόν πρῶτο ἀπολογητικό λόγο του, γιά τίς Εἰκόνες, λέγει ὅτι ἀποτελοῦν ἕνα ἀνοικτό βιβλίο, γιά τούς ἀγραμμάτους : «Ὑπόμνημα γάρ ἐστιν ἡ εἰκών· καί ὅπερ τοῖς  γράμμασι μεμυημένοις ἡ Βίβλος, τοῦτο  καί τοῖς ἀγραμμάτοις ἡ εἰκών· νοητῶς δέ αὐτῇ ἑνούμεθα».
      Ἐπίσκοπος Νόλης Παυλῖνος, (ἔζησε στίς ἀρχές τοῦ 5ου μ.Χ. αἰῶνος), λέγει ὅτι ἕνας ἀπό τούς λόγους, πού ἡ Ἐκκλησία ὥρισε τήν ἀνάρτησι καί τιμητική προσκύνησι τῶν Εἰκόνων εἶναι καί «ἡ διδασκαλία καί  οἰκοδομή τῶν πιστῶν διά τῶν αἰσθήσεων, οἱονεί ἐντός κατόπτρου ἐμβλεπόντων τήν μιμητέαν ἀρετήν καί τήν φευκταίαν κακίαν».
         « Καί ἀληθῶς», λέγει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, «ὁ ψυχολογικός λόγος περί τῶν Εἰκόνων εἶναι τοσοῦτον ἄμεσος, ἐσωτερικός, καί στενῶς συνδεδεμένος μετά τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου,ὥστε μόνον ἄγρια καί ἀνήμερα ἤθη δύνανται νά ἀποδοκιμάσωσι ταύτας ἐντός τῶν ἱερῶν Ναῶν».
      Ὁ Πατριάρχης Ταράσιος στήν Ἐπιστολή του πρός τούς βασιλεῖς Κωνσταντῖνον καί Εἰρήνην λέγει ὅτι «τάς Εἰκόνας τιμητικῶς προσκυνοῦμεν καί ἀσπαζώμεθα... ὅ γάρ τις  φιλεῖ καί προσκυνεῖ, καί ὅ προσκυνεῖ, πάντως καί φιλεῖ».
      Πέραν ὅμως ἀπό τόν διδακτικόν προορισμόν τῶν Εἰκόνων καί τόν αἰσθητικό χαρακτῆρα τους, ὑπάρχει κάτι βαθύτερο, γιά τό ὁποῖον ἀγωνίσθηκε καί θριάμβευσε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Κι' αὐτό εἶναι τό δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας.
      Ὁ Καθηγητής τῆς Εἰκονογραφίας Λεωνίδας Οὐσπένσκη διατυπώνει, μέ ἁπλά λόγια,  τή μεγάλη ἀλήθεια ὅτι «πράγματι ἡ εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς ἐνσαρκώσεώς Του καί μαζί ἡ ἀπό μέρους μας ὁμολογία τῆς Θεότητός Του».


 Γι'  αὐτό καί ὁ ἱερός ὑμνῳδός ψάλλει:
            «Τήν θείαν σουΜορφήν, ἐν Εἰκόνι τυποῦντες,
             τήν Γέννησιν Χριστέ, ἀριδήλως βοῶμεν, τά
             θαύματα τά ἄρρητα, τήν ἑκούσιον Σταύρωσιν·


               ὅθεν Δαίμονες, ἀποδιώκονται φόβῳ, καί
               κακόδοξοι, ἐν κατηφείᾳ  θρηνοῦσιν, ὡς τούτων
               συμμέτοχοι» (Κάθισμα τῆς Ἑορτῆς).


Ἡ σύγχρονη μορφή Εἰκονομαχίας.

   Τόν καιρό τῆς Εἰκονομαχίας, τόν 8ον καί 9ον μ.Χ. αἰῶνα ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίσθηκε, γιά τήν ἴδια τήν  ὕπαρξί της. Ὑπερασπίσθηκε τό δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, ὅτι δηλαδή «ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμόθ. γ΄ 16), « ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄ 7-8).
        Ἡ σημερινή μορφή τῆς Εἰκονομαχίας εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνη, γιατί καταφέρεται ἐναντίον τοῦ σκοποῦ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου, «ἵνα ὁ ἄνθρωπος γένηται Θεός».
           Σήμερα ἔχουμε νά παλαίψουμε ὄχι μόνον μέ ἐκείνους, πού πετοῦσαν, ἔκαιγαν, γκρέμιζαν, ποδοπατοῦσαν καί κατέστρεφαν  καί καταστρέφουν τίς Εἰκόνες ἀπό τίς Ἐκκλησίες καί ἀπό παντοῦ, ἀλλά ἔχουμε νά ἀγωνισθοῦμε συγχρόνως καί μέ τούς νέους
Εἰκονομάχους. Μέ  αὐτούς δηλαδή, πού καταστρέφουν τίς εἰκόνες του Θεοῦ,  τούς συνανθρώπους τους, χωρίς ἴχνος ντροπῆς.
         Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε « κατ'εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ». Αὐτό σημαίνει ὅτι κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, «δυνάμει Θεός», καλεῖται δέ νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ  Θεός». Δηλαδή μπορεῖ καί ὀφείλει νά κάνῃ καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του καί νά ὁμοιωθῇ με τόν Θεόν, νά γίνῃ Θεός κατά χάριν.
         Αὐτήν ὅμως τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού φέρουμε μέσα μας ἀπό τή γέννησί μας, τή φθείρουμε, τή χραίνουμε, τήν ἀμαυρώνουμε, τήν ἀλλοιώνουμε, τήν ἐξευτελίζουμε καί τήν καταστρέφουμε μέ τίς ἁμαρτίες μας.
      Κάθε ἄνθρωπος, ὅταν παραβαίνῃ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, γκρεμίζει, κατεδαφίζει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του, ἀλλά συγχρόνως κουρελιάζει καί κατεξευτελίζει καί τίς Εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, τούς συνανθρώπους του καί μέ τόν τρόπον αὐτόν γίνεται ἕνας σύγχρονος εἰκονομάχος , ἕνας στυγερός ἐγκληματίας , ἕνας σιχαμερός εἰκονοκλάστης. Καί,  δυστυχῶς, τέτοιοι Εἰκονομάχοι σήμερα ὑπάρχουν πολλοί.
       Ὑπῆρξε ποτέ  χειρότερη μορφή Εἰκονομαχίας ἀπό τή σημερινή; Πῶς μπορεῖ κανείς νά χαρακτηρίσῃ τούς αἰσχροκερδεῖς ἐμπόρους τῶν Ναρκωτικῶν  καί τούς ἐπίσημους ληστές μέ τό «λευκό κολλάρο»;
        Πῶς χαρακτηρίζονται αὐτοί, πού ξεριζώνουν τούς ἀδυνάτους Λαούς ἀπό τίς πατρίδες τους, καί ποδοπατοῦν τήν προσωπικότητά τους, ἐξευτελίζοντας ἔτσι  τίς ἀθῶες αὐτές Εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐκμεταλευτοῦν τόν ὀρυκτο τους πλοῦτο;




            Δέν εἶναι αὐτοί οἱ χειρότεροι Εἰκονοκλάστες;
          Ἡ Διεθνής Μαφία ἐμπορίας τῆς λευκῆς σαρκός καί ἡ Μαφία ἁρπαγῆς μικρῶν παιδιῶν καί ἐμπορίας  τῶν ὀργάνων τοῦ σώματός τους, δέν εἶναι ἡ ἀπεχθέστερη, ἡ πιό μισητή μορφή  εἰκονομαχίας;
      

       
           Ὁ Μελέτιος Πηγάς, ἕνας ἐκκλησιαστικός ρήτορας τῶν τελευταίων αἰώνων, μολονότι δέν φαντάσθηκε τό τί θά συνέβαινε σήμερα, σχετικά λέγει:
           «Πόση  λογιάζετε νά εἶναι ἡ κατάκρισίς μας καί ἡ κόλασίς μας, ὅπου ἀσχημίζομεν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Ὅπου φθείρομεν τόν ἔσω ἄνθρωπον, μέ τές ἐπιθυμίες τῆς ἀπάτης;
            Δέν εἶναι ἀπάτης ἐπιθυμίες αἱ ἀδικίες, ὅπου κάμνομεν, καί παρανομίες, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία καί ἀκαταστασίες;... Πότε ἐλπίζεις νά βαλθῆς εἰς τήν στράταν τῆς δικαιοσύνης, ἄν δέν στραφῇς; Κάμε τούτην τήν χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπου ἔμαθες, ὅπου ἑορτάζεις. Στολίσου πράξες ἀγαθές, κάμε τήν ἀρετήν βάσιν τῆς θεωρίας. Ἀνάβηθι εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι εἰς τό βάθος τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου. Τοῦτο σοῦ θέλει γίνει, ὡσάν ποτέ τοῦ Ἰακώβ, κλῖμαξ οὐράνιος».
   Καί σέ ἄλλη ὁμιλία του   μᾶς προτρέπει:
   «Ἄς στρέψωμεν εἰς μετάνοιαν δι' ἐξομολογήσεως. Ἄς καθαρίσωμεν τούς ρύπους ἀπό τίς ψυχές μας, διά νά μᾶς γνωρίσῃ πρωτότυπον καί ἀρχέτυπόν μας  καί νά μᾶς  προσκαλέσῃ ὡς γνησίας εἰκόνας Του εἰς τήν αἰώνιόν Του Βασιλείαν» (Μ.Πηγάς, Χρυσοπηγή, σελ. 368 καί 381).
      Καί ὁ ἀείμνηστος Ἡλίας Μηνιάτης, παρατηρῶντας τήν ἀχρείωσιν τῆς Εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στόν σύγχρονον κόσμον, μέ τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τόν Θεόν, λέγει:
       «Ὁ πόνος τῆς καρδίας μου δέν ἀφήνει νά ὁμιλήσῃ περισσότερο ἡ γλῶσσα μου· σιωπῶ καί τελειώνω μέ τοῦτο μόνον· Χριστιανέ, καθώς ἡ πίστις σου εἶναι ἀληθινή καί ἁγία, ἄν δέν εἶναι καί ἡ ζωή σου καλή καί ἁγία, μήν ἐλπίζῃς νά σωθῇς. Πρέπει νά  ζῇς καθώς πιστεύῃς, καί τότε εὐχαρίστει τόν Θεόν, διά τρία πράγματα· πρῶτον, πώς εἶσαι Χριστιανός καί ὄχι ἄπιστος· δεύτερον, πώς εἶσαι Χριστιανός ὀρθόδοξος καί ὄχι αἱρετικός· καί τρίτον, πώς εἶσαι Χριστιανός ὀρθόδοξος τόσον κατά τήν πίστιν, ὅσον καί τήν ζωήν, καί ὄχι κατά τήν πίστιν μόνον. Τότε, ἔλπιζε νά σωθῇς, νά ἀπολαύσῃς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν»( Διδαχαί καί Λόγοι, ἔκδ. Φῶς, ἁθῆναι  1960,σελ.55).
       Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τέλειος Θεός , ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος, « ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι», ὅπως ψάλλει ὁ ἱερός Δαμασκηνός. Ἡ Ἐκκλησία μας, μᾶς καλεῖ νά γίνουμε ἐν Χριστῷ καινή κτίσις, καί διά τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, νά βάλουμε «ἀρχήν» στήν πνευματική μας ζωήν. Νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι δέν νοεῖται Ὀρθοδοξία χωρίς Ὀρθοπραξία.
      Τό νόημα τῆς Ἑορτῆς τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι νά κατανοήσουμε οἱ Πιστοί ὅτι ὀφείλουμε, μέ λόγια καί μέ ἔργα,  νά  τιμῶμεν καί νά προσκυνοῦμεν τήν ἄχραντη Εἰκονα τοῦ Χριστοῦ καί τά εἰκονίσματά Του, τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, τούς συνανθρώπους μας.
    Νά φυλάττουμε τήν καρδιά μας καθαρή ἀπό κάθε ἀκάθαρτη καί ὑλική ἡδονή. Νά διατηροῦμε ἀμόλευτη καί καθαρή τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί γύρω μας. Νά ἀναστηλώσουμε τήν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, στή ζωή μας,  καί νά μήν τήν εὐτελίζουμε. Νά ἀποδεικνύουμε δέ  τήν πίστι μας αὐτή μέ τήν τιμητική προσκύνησι τῶν εἰκόνων τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι οἱ συνάνθρωποί μας.
         Διότι τότε καί μόνον τότε θά μπορέσουμε νά ψάλλουμε μαζί μέ τόν ὑμνῳδό, στόν ἀπερίγραπτο Λόγο τοῦ Πατρός, πού περιεγράφει σαρκούμενος, τόν ὕμνον:
          «  Τήν ἄχραντον Εἰκόνα Σου προσκυνοῦμεν , Ἀγαθέ,
                 αἰτούμενοι συγχώρησιν τῶν πταισμάτων ἡμῶν,
             Χριστέ ὁ Θεός· βουλήσει γάρ ηὐδόκησας σαρκί
              ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ρύσῃ οὕς ἔπλασας
              ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ· ὅθεν εὐχαρίστως
              βοῶμεν σοι· χαρᾶς ἐπλήρωσας τά πάντα, ὁ Σωτήρ
              ἡμῶν, παραγενόμενος εἰς τό σῶσαι τόν κόσμον».
        
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου